Μαρία Μπινίκου

Μαρία Μπινίκου


"You play with what scares you and you play with what you need"

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

Πιπεριές


Νυχτώνει. Το δωμάτιο ζεστό. Έντονη μυρωδιά πιπερόριζας. Ο Ρέι Τσάρλς βυθίζει τρυφερά το χώρο. Από τις ανοιχτές κουρτίνες διακρίνονται τα φώτα μιας πόλης σκεπασμένης από χειμερινή ομίχλη. Οι κουρτίνες βαριές , βελούδινες , σε καφέ τόνους αγκαλιάζουν το πάτωμα και γαντζώνονται διακριτικά στους κόμπους του βαθυκόκκινου περσικού χαλιού.  Η τραπεζαρία, φωτισμένη από δεκάδες μικρές φλόγες διάσπαρτες στο φαρδύ , χοντροφτιαγμένο τραπέζι. Επάνω του στημένα γυαλίζουν απειλητικά τα  μαχαιροπίρουνα. Ψηλά ποτήρια καιλευκά χρυσάνθεμα κρύβουν τη θέα προς την κουζίνα. Το φως του απορροφητήρα αποκαλύπτει ένα εργαστήριο από ανοξείδωτα σκεύη και πορσελάνινες πιατέλες.
            Κουδούνι. Το μπάσο άκουσμα πυροδοτεί μια σειρά από χτυπήματα στο βάθος του διαδρόμου. Ντουλάπια ανοίγουν και κλείνουν. Ανάλαφρο σύρσιμο και δύο λεπτές γυναικείες γάμπες ακουμπούν βιαστικά στα πόδια της πολυθρόνας πλάι στο μπουφέ με τα αφρικανικά ξυλόγλυπτα. Φορούν ένα ζευγάρι μαύρες καστόρινες γόβες και τρέχουν προς την είσοδο. Ακολουθούν γυμνασμένοι μηροί κι αμέσως μετά ένα κόκκινο σατέν φόρεμα ως τους ώμους. Τα  μαλλιά της εβένινα , στο ύψος του αυχένα και το άρωμα της βαρύ, σκοτεινό, βαθύτερο κι από το βράδυ που ξεκινά έξω από το παράθυρο.
            «Έρχομαι!».Κοιτάζεται στον καθρέφτη και στρώνει το χρώμα από το κραγιόν . Σάπιο μήλο, όπως το ύφασμα που πέφτει και σκεπάζει το δρύινο καπάκι του τραπεζιού αφήνοντας ακάλυπτα λίγα εκατοστά στις γωνίες. Η πόρτα ανοίγει. Δύο φιγούρες ξεχωρίζουν. Άντρας και γυναίκα ή μάλλον κορίτσι. Εκείνος ψηλός, εύσωμος με γκρίζους κροτάφους. Κρατά μαύρη βαλίτσα. Εκείνη μικρόσωμη σαν έφηβη με μακριά καστανά μαλλιά και αθλητικά ρούχα. Τον κρατά από το μπράτσο και με το χέρι της κάτω από το χέρι του μοιάζει να τον παραδίδει στη μελαχρινή γυναίκα. Η τελευταία ακουμπά το δικό της στην παλάμη του και τον τραβά προς το μέρος της.
«Αγάπη μου, καλωσόρισες!». Τον πιάνει από το γιακά του μπουφάν  και με μια απότομη κίνηση κολλά τα χείλη της στα δικά του. Η νεαρή κοπέλα κάνει ένα βήμα πίσω.  Το πόδι της βρίσκει άχαρα το άλλο και στραβοπατά χάνοντας την ισορροπία της. Κοκκινίζει και γυρίζει προς την ανοιχτή πόρτα του ασανσέρ. Δε μοιάζει πάνω από είκοσι πέντε. Την ίδια στιγμή ο άντρας σαν να αποστρέφεται τη γυναίκα , τη σπρώχνει βίαια και πιάνει με το ελεύθερο χέρι το στόμα του.
«Καυτερή πιπεριά! Πώς σου ήρθε! Μ’ έκαψες!... Λουκία που είσαι;» Η καστανή επιστρέφει το βλέμμα της πάνω του και τον ακουμπά στον ώμο.
«Καληνύχτα κύριε Αρίστο! Τα λέμε αύριο για το άρθρο» και συνεχίζει « ήταν υπέροχο το ταξίδι κι ελπίζω να καταγράψουμε τις εντυπώσεις  με τον καλύτερο τρόπο! Αυτή τη φορά οι «γεύσεις» της Σικελίας θα χαλάσουν κόσμο!». Χαμογελώντας και χωρίς να σταματήσει να του κρατά τον ώμο καληνυχτίζει το ζευγάρι. Εκείνος στρέφει το κεφάλι προς το μέρος της και ανταποδίδει «Καληνύχτα Λουκία μου. Σ’ ευχαριστώ για όλα . Πραγματικά ήταν ένα υπέροχο ταξίδι!». Η Λουκία μπαίνει στο ασανσέρ και αφήνει το έδαφος να την καταπιεί αργά.
Η μελαχρινή γυναίκα κρατώντας τον Αρίστο ακόμη από το χέρι κάνει αργά βήματα προς το διαμέρισμα παρασύροντας τον να την ακολουθήσει με τη σειρά του διστακτικά.
«Σοφία, τι έχεις μαγειρέψει; Η πιπερόριζα γαργαλάει τα ρουθούνια μου και να μη μιλήσω για το κρεμμύδι…μμμ και το κρασί…λευκό ε;» Τα μάτια του ανοιγοκλείνουν μηχανικά στα ονόματα των υλικών αλλά το βλέμμα παραμένει αδιάφορο σαν υπνωτισμένο να περνά πάνω από τα πράγματα γύρω του χωρίς να τ’ ακουμπά. Η πόρτα κλείνει με κρότο. Από το αριστερό του χέρι κρέμεται ακόμη η μαύρη αποσκευή. «Μα δεν βρίσκω την κόκκινη πιπεριά! Που την έβαλες ;…» Με τη μύτη τραβά μεγάλες πρέζες αέρα. « Στη σαλάτα; Τι έχεις φτιάξει;»
«Ανυπόμονε! Θα δοκιμάσεις και θα μου πείς! Άσε επιτέλους αυτή τη βαλίτσα κι έλα να σε βοηθήσω να βγάλεις το μπουφάν σου» τον αγκαλιάζει και τραβά τρυφερά τα μανίκια απελευθερώνοντας ένα ζευγάρι δυνατά μπράτσα. Στέκεται  μπροστά της σαν κορμός δέντρου ,πολύ ψηλότερος απο εκείνη και συγχρόνως παράδοξα πειθήνιος σαν κουτάβι, αμίλητος  και την αφήνει να του βγάλει  τα παπούτσια . Τον αγγίζει ξανά κάτω από την παλάμη και τον οδηγεί στην τραπεζαρία. Καθώς την ακολουθεί χαϊδεύει την πλάτη του φουστανιού της . Στην επαφή με το ύφασμα κοντοστέκεται.
«Κάθισε καλέ μου…έλα…» τραβά την καρέκλα ελευθερώνοντας τη θέση. Τον καθοδηγεί στο κάθισμα. Περνά τα δάχτυλα της κάτω από τα δικά του και τ’ ακουμπά πρώτα στα χείλη του ποτηριού, έπειτα στην πετσέτα και τέλος τ’ αφήνει  ν’ ακουμπήσουν τη μύτη απ’ το μαχαίρι.
«Σ’ ευχαριστώ αγάπη μου. Πεινάω …σαν λύκος».Γελά δυνατά. Το πρόσωπο του συσπάται φανερώνοντας σύντομες ρυτίδες γύρω από το στόμα και τα μάτια. Μετά σωπαίνει και απομένει ανέκφραστος, βυθισμένος στο κενό του χρόνου ανάμεσα στους τοίχους και τα έπιπλα.
«Το ξέρω! Λοιπόν ,δώστε μου μισό λεπτό Σεφ για να στήσω τα πιάτα!». Έχει ήδη περάσει πίσω από τον πάγκο της κουζίνας, σίγουρα και απο την τέταρη δεκαετία της.
«Σεφ…» Οι γαλανές κόρες των ματιών συστέλλονται « θα έδινα τη μισή μου ζωή για να το ξανακούσω…» στρέφει σπασμωδικά το κεφάλι δεξιά κι έπειτα αριστερά σαν να αφουγκράζεται τους ήχους από τα βάθη των εστιών «λοιπόν πρώτο πιάτο…»
«Βελουτέ μανιταρόσουπα!» . Η φωνή της αντανακλάται στον πάτο της σουπιέρας. Την κρατά ανοιχτή και βαδίζει ρυθμικά προς το μέρος του «Να σας σερβίρω;».
«Ασφαλώς!»
 Γεμίζει τα πιάτα μ’ ένα  παχύρευστο λευκό παρασκεύασμα  και κάθεται απέναντι του.
«Λοιπόν, σ’ ακούω… το κουτάλι είναι…»
«Ξέρω!» Σκύβει πάνω από το πιάτο κι αφήνει τον ζεστό ατμό να βρέξει τα γένια του « Μμμ, μανιτάρια πορτομπέλο!»
«Πώς το κατάλαβες;»
«Αυτό το άρωμα, γλυκό και άγριο … θυμίζει φθινοπωρινή βροχή»
«Και τι άλλο;»
«Μαϊντανός , θρασύς σαν έφηβος, νικά ακόμη και το άρωμα του κρασιού…»
«Σ’ αρέσει;»
«Ο μαϊντανός ;»
«Το θράσος μου να βάλω μαϊντανό»
«Μα έτσι μ’ αρέσει!»
«Αυτό φανταζόμουν!»
            Καταπίνουν με λαιμαργία γεμάτες κουταλιές από τη βελουτέ σούπα χωρίς να μιλούν. Οι ανάσες τους βγαίνουν βιαστικά κάνοντας τα ευαίσθητα φώτα των μικρών ρεσώ κεριών να τρέμουν.
«Και τι ακολουθεί στο κυρίως; Μοσχάρι με λευκή σάλτσα από σέλερι και σκόρδο;»
«Ήμουν σίγουρη!»
«Πως θα το καταλάβαινα;»
«Ναι, απλά δεν περίμενα πως θα γινόταν τόσο γρήγορα!»
«Σεφ ήμουν αγαπητή μου, όχι μάγειρας!»
«Το γνωρίζω αγαπητέ μου αλλά πριν γίνεις το πρώτο μαθήτευσες στο δεύτερο!»
            Ο Αρίστος ακουμπά στα δεξιά του πιάτου την πετσέτα που για ώρα σκέπαζε τα γόνατα του και ψάχνει με τ’ ακροδάχτυλα  την επιφάνεια του τραπεζομάντιλου. Σταματά στο κρυστάλλινο πόδι του ποτηριού με το κρασί. Το πιάνει με σιγουριά από τη μέση και το σηκώνει ψηλά.
«Στην υγειά σου αγάπη μου! Ήταν μια δύσκολη εβδομάδα μακριά από τις εξαιρετικές μαγειρικές σου αλλά ομολογώ πως με υποδέχεσαι με τον ωραιότερο τρόπο!»
«Σ’ ευχαριστώ αγάπη μου! Επιφυλάσσομαι ν’ ακούσω τα σχόλια για το κρέας… μπριζόλες επίσης με μανιτάρια!»
«Υπέροχα. Ας τις δοκιμάσουμε!» πίνει δύο γουλιές από το λευκό κρασί κι έπειτα κατεβάζει αργά το ποτήρι ως να ηχήσει η γυάλινη βάση στην ξύλινη επιφάνεια του τραπεζιού.
            Εκείνη σηκώνεται, παίρνει τα λερωμένα βαθιά πιάτα και με το επίμονο χτύπημα των τακουνιών της να την ακολουθεί χάνεται για άλλη μια φορά στο βάθος.
«Το βρήκα!»
«Τι;»
«Οι πιπεριές είναι στη σαλάτα! Είμαι σίγουρος!»
«Για τίποτε να μην είσαι σίγουρος αγάπη μου. Έφτιαξα τη σαλάτα που τρώγαμε τον μήνα που παραθερίσαμε στη νότια Γαλλία. Μαρούλι, λάχανο…»
«…καρότο, κουκουνάρι, σουσάμι…»
«…λάδι, λεμόνι και μέλι.»
«Μέλι; Βάζαμε μέλι;»
«Σήμερα νομίζω πως ταιριάζει, ξινό και γλυκό…»
«Ας είναι. Είμαι ανυπόμονος τελικά! Το ταξίδι της επιστροφής με κούρασε και ασφαλώς μου άνοιξε την όρεξη!»
«Για κάτι σπιτικό υποθέτω»
            Η Σοφία είπε την τελευταία φράση σχεδόν πάνω από το κεφάλι του κρατώντας στα χέρια της ένα μεγάλο αχνιστό πιάτο που ευωδίαζε σκόρδο και κρασί και μια βαθιά σαλατιέρα με ωμά λαχανικά. Ακούμπησε την πιατέλα ανάμεσα τους και με επιδεξιότητα σέρβιρε το κρέας ισορροπώντας τη ερυθρόλευκη μερίδα με πράσινες , κίτρινες και πορτοκαλί αποχρώσεις.
«Τελικά έχεις δίκιο, δεν έχει πιπεριά.»
«Το ξέρω πως έχω δίκιο, εσύ δεν μου δίνεις σημασία…»
«Ουφ, Σοφία μου νομίζω πως το παράκανα με τον καφέ στο αεροδρόμιο. Νιώθω πως καίει το στομάχι μου…»
«Μην ανησυχείς καλέ μου, έχω το αντίδοτο στο πιάτο! Τι λες για το μοσχάρι;»
«Μπριζόλες;»
«Παραδοσιακά!»
«Με βούτυρο παύει να είναι παραδοσιακά αγαπητή μου, για να μη μιλήσω για την κρέμα γάλακτος!»
«Υποθέτω πως δεν θα σου άρεσαν σκληρές, απλά με λεμόνι. Το βούτυρο μαλακώνει…»
«Μμμ, εξαιρετικό αλλά απολογήσου τώρα για το σέλερι…ουφ, το στομάχι μου…»
«Φυσική, αλμυρή γεύση»
«Δεν καταλαβαίνω πως συνδύασες ρίγανη , πράσο, σκόρδο και σέλερι με κρέμα γάλακτος και μανιτάρια…»
«Η φύση συναντά την τέχνη Αρίστο μου και όλα αυτά μέσα στη μικρή και ταπεινή  κατσαρόλα μου!»
«Γιατί μικρή και ταπεινή; Βρίσκω τις συνταγές σου εξαιρετικές!»
«Δεν μου το λες συχνά!»
«Δεν τις φτιάχνεις συχνά!»
«Έχω αρχίσει να πιστεύω πως δεν τις προτιμάς.»
«Τι σε κάνει να το πιστεύεις;»
«Δεν τις αναζητάς. Ταξιδεύεις τόσο για να βρεις συνταγές απ’ όλο τον κόσμο και …»
«Σοφία, ζαλίζομαι…νιώθω το μυαλό μου να περιστρέφεται...»
«...ξεχνάς τα δικά μου πιάτα...»
«Δεν τα ξεχνώ Σοφία! Το αποψινό γεύμα με γοήτευσε πραγματικά! Ακόμη γεύομαι το σέλερι...»
«Το σέλερι είναι άτακτο και μπερδεύει τον ουρανίσκο»
«Ταιριάζει όμως με τη ρίγανη…αχ, στέγνωσε η γλώσσα μου»
«Τα μανιτάρια…»
«Δεν καταλαβαίνεις αγάπη μου, ο στομαχόπονος μου φέρνει ζάλη…»
            Η Σοφία τον κοιτάζει σοβαρή αλλά εκείνος δεν μπορεί να νιώσει το βλέμμα της πάνω του . Σπρώχνει αδέξια το πιάτο και το μαχαίρι του γλιστρά και πέφτει μ’ ένα ηχηρό γδούπο στο πάτωμα.
« Τα μανιτάρια Αρίστο…ήταν παραισθησιογόνα.»
«…τι έκανες ; Τι έκανες; ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ;»
« Ηρέμησε αγάπη μου, δε σε δηλητηρίασα… λίγη ζαλάδα σου φέρνουν…»
Σηκώνεται αργά από το κάθισμα της και βαδίζει ,σέρνοντας αυτή τη φορά τα πόδια , προς το ψυγείο. Εκείνος την ακούει ν’ απομακρύνεται και προσπαθεί να μετακινηθεί. Τα χείλη του τρέμουν καθώς σπρώχνει το τραπέζι για ν’  απελευθερωθεί από τη θέση του. Τα πόδια της καρέκλας τρίζουν και ξύνουν το καλογυαλισμένο δάπεδο. Αφουγκράζεται τα βήματα της και γυρνά το κεφάλι προς την κατεύθυνση που νομίζει πως εκείνη βρίσκεται.
«Μην κουνιέσαι Αρίστο, τις καυτερές πιπεριές ψάχνω… είναι το αντίδοτο…κι εγώ έφαγα μαζί σου...»
            Κρατώντας δύο μικρά κόκκινα κέρατα , η Σοφία τον πλησιάζει. Έχει αφήσει τα τακούνια της να κρατούν μισάνοιχτη την πόρτα του ψυγείου. Ο θερμοστάτης ειδοποιεί για την άνοδο της θερμοκρασίας κι ένα έντονο επίμονο σφύριγμα ακούγεται από το εσωτερικό της ηλεκτρικής συσκευής. Τον γραπώνει από το μπράτσο και τον παρακινεί να σηκωθεί. Αγκαλιάζονται σφιχτά. Παραπατούν στο ρυθμό της σόουλ και του ψυγειοκαταψύκτη. Με την αφή αναζητούν το καυτερό, ο ένας στο στόμα του άλλου.
«Συγγνώμη αγάπη μου».
«Συγγνώμη καλέ μου».



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου