Μαρία Μπινίκου

Μαρία Μπινίκου


"You play with what scares you and you play with what you need"

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2012

Μανάβικο


Η βροχή άρχισε να δυναμώνει όμως εκείνος ήταν αποφασισμένος να γυρίσει πίσω. Έβγαλε το κεφάλι έξω από την τέντα κι ένιωσε αμέσως την υδάτινη επιδρομή  στο γέρικο κεφάλι του. Γρύλισε ελαφρά και προσπάθησε να δει τι συνέβαινε στο απέναντι πεζοδρόμιο. Η ορμή του χειμάρρου που λίγες ώρες πριν ήταν λεωφόρος θύμιζε ποταμό του Αμαζονίου , μόνο που τα νερά δεν ήταν κρυστάλλινα όπως στα εξιδανικευμένα ντοκιμαντέρ για το τροπικό κλίμα που με μανία παρακολουθούσε η Δέσποινα αλλά σκοτεινά και δυσώδη μεταφέροντας στο εσωτερικό τους δεκάδες ξύλα, πέτρες και υλικά άγνωστης προέλευσης από το αποψιλωμένο δάσος της πλαγιάς πάνω από το κατά τ’ άλλα ειδυλλιακό προάστιο της πρωτεύουσας. Έσφιξε τα δόντια και πάτησε την άσφαλτο, ή έστω αυτό που θα μπορούσε να ονομάσει άσφαλτος κάτω από τη λάσπη. Για λίγα δευτερόλεπτα έντονο φώς άστραψε στα δεξιά του. Το ισχυρό ένστικτο και τα γρήγορα αντανακλαστικά, παράδοξα για την ηλικία του, τον πέταξαν πίσω καθώς ένα όχημα παρασυρμένο από των όγκο των νερών και τη δύναμη της καταιγίδας πέρασε σχεδόν πάνω από τα πόδια του για να καταλήξει σφηνωμένο ανάμεσα στα δέντρα του πάρκου.
«Μάκη! Μάκη! Έλα πίσω ακριβέ μου, έλα πίσω! Δεν μπορείς να γυρίσεις στο σπίτι! Θα σκοτωθείς! Δε βλέπεις τι γίνεται; Τέτοια βροχή δεν έχω δει ογδόντα χρόνια τώρα! Έλα πίσω Μάκη μου! Γύρνα αγάπη μου!». Η ηλικιωμένη τον κοίταξε με τρυφερότητα. Προστατευμένη κάτω από την φαρδιά, κόκκινη τέντα του μανάβικου έμοιαζε κι εκείνη μέρος της πολύχρωμης βιτρίνας. Η πορτοκαλί πιτζάμα ήταν βρεγμένη αλλά δεν είχε χάσει το ζωηρό της χρώμα. Το αντίθετο συνέβαινε με τα άσπρα μαλλιά που από το νερό κιτρίνιζαν στις άκρες, ρυπαρά και λιγοστά. Την κοίταξε με οίκτο. Ρυτίδες χάραζαν το μέτωπο και το λαιμό. Τα καλοσχηματισμένα χείλη διατηρούνταν ακόμη ροζ, όπως και τα μάγουλα. Κάτω από το μπλε μπουφάν που απρόσεκτα είχε ρίξει στους ώμους έσφιγγε ένα μπράτσο που κατέληγε στον μελανιασμένο, μαύρο σχεδόν, καρπό της.
«Έλα πίσω Μάκη μου! Δε μας βλέπεις και τους δυό ; Γεροντάκια… πού να πάμε με τέτοια βροχή; Δεν μας αντέχουν τα πόδια μας… Σίγουρα κάποιος θα περάσει και θα μας βοηθήσει…Έλα ακριβέ μου, έλα αγόρι μου! Έλα άντρα μου!».  
            Της χαμογέλασε διστακτικά. Το μουσκεμένο σώμα του τον δυσκόλευε περισσότερο στην κίνηση. Η αποφασιστικότητα της ρώμης του κάμφθηκε. Γύρισε κοντά της, άπλωσε το χέρι και τον έπιασε από το λαιμό. Σήκωσε το μέτωπο κι έτριψε τη μύτη του στη δική της.
«Μείνε κοντά μου αγόρι μου. Σε χρειάζομαι δίπλα μου.». Κάθισαν και οι δύο κατάχαμα. «Ήθελες βόλτα αγόρι μου κι εγώ δεν ήθελα να στη στερήσω! Έλα! Μην στενοχωριέσαι, κάποιος θα περάσει…». Αγκάλιασε τον μεγάλο, καφετί Γκόρντον Σέτερ χώνοντας το πρόσωπο της μέσα στο δικό του. «Αγόρι μου, μην ανησυχείς…όλα καλά θα πάνε, είμαστε μαζί.».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου