Μαρία Μπινίκου

Μαρία Μπινίκου


"You play with what scares you and you play with what you need"

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2011

Καλή μέρα...έναρξη, σεζόν...ζωή! Στο καινούριο σπίτι που μπαίνω πρώτη σας καλωσορίζω κι εύχομαι καλές διαδρομές!

Υ.Γ. Τα δύο κείμενα που ανέβασα χθές είναι αποτέλεσμα εργασίας σε ασκήσεις δημιουργικής γραφής μ΄έναν αγαπημένο δάσκαλο. 
φιλιά

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2011

Καφέ μοντγκόμερι

Έτρεμε. Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι είναι η ταραχή στα χείλη του. Χτυπούσαν οι επιφάνειες μεταξύ τους κι ενώ είναι από τη φύση τόσο τρυφερές , ακούγονταν σαν να θρυμματίζονταν σε κάθε εκπνοή. Κρατήθηκα σε απόσταση και περίμενα τη σειρά μου. Η μυρωδιά της σάρκας του μου έφερνε αναγούλα. Σάπιο ψάρι αναμεμειγμένο με σωματικά υγρά, κλεισούρα και σκόνη πεζοδρομίου .Το φθαρμένο μοντγκόμερι σήκωνε σχεδόν το λίπος ενός δεύτερου ανθρώπου. Δεν μπορούσα να φανταστώ πόση ώρα θα στεκόμουν όρθια στην άκρη του δρόμου , μπροστά από τον παρηκμασμένο τηλεφωνικό θάλαμο αλλά έπρεπε να ενημερώσω στο σπίτι πως λόγω της στάσης των λεωφορείων δεν θα προλάβαινα το βραδινό.
 Κρατούσε στο αριστερό χέρι ένα φύλλο χαρτιού, σκισμένο από τη μια άκρη, ξεφτισμένο και μαλακό τόσο από τις φορές που είχε διπλωθεί και ξεδιπλωθεί ώστε έμοιαζε περισσότερο με πανί λίγο πριν λιώσει παρά με σελίδα. Με το δεξί προσπαθούσε να πληκτρολογήσει τον αριθμό αλλά τρέκλιζε και τα δάχτυλα του ξέφευγαν από την επιφάνεια με τα κουμπιά. Υπέθεσα πως ήταν μεθυσμένος. Την άποψη μου ενίσχυσαν οι σύντομες ροπές αέρα που απελευθέρωνε ανά διαστήματα με ανακούφιση από τα ενδότερα του οισοφάγου του, αφήνοντας στην ατμόσφαιρα την αίσθηση ζεστού οινοπνεύματος. Πήρα την τσάντα στην αγκαλιά ,προσπάθησα να βρω τη στάση εκείνη που θ’ ανακούφιζε για λίγο τα πόδια μου από την ορθοστασία και οπλίστηκα με υπομονή.
«Τέσ-σε-ρα, οχτώ, πέ-ντε…(σιωπή)…Χμ… ο κύριος… χμ…Παπάς; Ναι τον θέλω. Τον Αποστόλη! Α, α…». Στο κλείσιμο του τηλεφώνου ανακουφίστηκα. Η αναμονή είχε αρχίσει να μ’ εκνευρίζει. Όταν παρατήρησα πως έψαχνε παρακάτω στο χαρτί του για νέο αριθμό ένιωσα το μυαλό να δίνει κλωτσιές στον αυχένα μου. Τα νύχια του έτριζαν πάνω στα πλήκτρα.
«  Μη-δέν, τρί-α…έ-να ,οχτώ…(παύση)…ναι…τον Αποστόλη, τον Παπά! Λείπει; Για…χικ…πες μου, πόσο χρονώ είναι ο Αποστόλης;» Τον κοίταξα πιο προσεκτικά. Είχε γένια εβδομάδας και τα ζυγωματικά ήταν τόσο στεγνά που του έδιναν όψη ασθενική. Το βαρύ καφέ πανωφόρι έκρυβε το σώμα αλλά ήταν ολοφάνερο πως του ήταν μπόλικο. « Τι θα πει γιατίς ρωτάω, χικ, έτσι θέλω! Κόπος σου είναι να μου πείς; Εε, χικ! Του λόγου μου είμαι εξήντα δύο φχαριστήθηκες; Πε μου τώρα πόσο χρονώ είναι ο Αποστόλης!...ΧΙΚ… Άντε γαμήσου μωρή καριόλα!» Έκλεισε το ακουστικό και συνέχισε να βρίζει «Καριόλα, κόπος ήτανε; Αν μου’ λεγες καμιά σαρανταριά, θα ‘ χα μια ελπίδα…χικ…πουτάνα…χικ…πουτάνες όλες…». Κόντευα πλέον να κρεμαστώ από το σβέρκο του. Δεν άντεξα και ζήτησα να συντομεύει. Χωρίς να στρέψει το κεφάλι, με στόλισε μ’ ένα κοσμητικό επίθετο ελαφρύτερης σημασίας σε σύγκριση μ’ εκείνα που είχε απευθύνει δια τηλεφώνου νωρίτερα  και γύρισε στη λίστα με τους αριθμούς. Αν και απελπισμένη δεν θέλησα ν’ απομακρυνθώ γιατί θεώρησα πως ο χρόνος που είχα ήδη χάσει ήταν ισχυρό κίνητρο για να συνεχίσω να περιμένω. Άλλο θάλαμο δεν έβλεπα σε κοντινή απόσταση.
« Δύ-ο ,εν-νιά, μη-δέν...εννιά…Ναι… μπρος…Τον Παπά γυρεύω! Απόστολο Παπά! Είν’ εκεί; Πώς δεν έχετε; Εδώ…χικ…λέει πως έχετε! Λάθοςςς…» έκλεισε ξεφυσώντας. Έπιασε με τα δύο του χέρια το χαρτί και το έφερε πολύ κοντά στα μάτια. Παραλίγο να του το αρπάξω . Τα τακούνια μου πλήγωναν τις φτέρνες. Η πλάτη μου πονούσε από το κρύο κι ένιωθα το στομάχι να κάνει τούμπες από την πείνα.
«Αργείτε κύριε;;;»Το βλέμμα του μ’ αιφνιδίασε. Οι κόρες των ματιών σε πλήρη διαστολή κόντευαν να βγουν από τις κόγχες.
«Αν βιάζεσαι βοήθα με!» Η αμεσότητα του με εξέπληξε. Μου έδειξε με ευλάβεια  το φύλλο που τόση ώρα προσπαθούσε ν’ αποκωδικοποιήσει και  ζήτησε να πληκτρολογήσω το επόμενο νούμερο. Χιλιάδες μυρμήγκια κατέκλυσαν τις αρθρώσεις μου. Υπήρχαν σε λίστα περί τα πενήντα ονόματα που κατέληγαν σε «Παπάς» με τους αντίστοιχους αριθμούς και  διευθύνσεις. Πανικοβλήθηκα. Εάν έπρεπε να καλέσουμε με σειρά και τους πενήντα, έβλεπα το εξαιρετικό κουνέλι ραγού να με χαιρετά από μακριά.
«Χριστιανέ μου τι’ ναι αυτά; Απόψε θα τους πάρεις όλους;» Μια που το είπα και μια που το μετάνιωσα γιατί είδα το μούτρο του να παίρνει αίφνης μια σκούρα κόκκινη απόχρωση και να μ’ απειλεί με κουτουλιά «…συγγνώμη αλλά είναι και η ώρα περασμένη…» Μάσησε μια νέα βλαστήμια και συμπλήρωσε «…Κυρά μου ,χικ, τράβα στη δουλειά σου κι άσε με ήσυχο να κάνω τη δικιά μουου…» Στις τελευταίες λέξεις η μυρωδιά της βότκας μου έκαψε τα ρουθούνια. Με μισόκλειστα μάτια μου γύρισε ξανά την πλάτη.
« Καλώς , δώστε μου το αυτό!» Τον έσπρωξα ελαφρά στην πλάτη και βούτηξα από τα χέρια του την ταλαιπωρημένη σελίδα.  Είχα ξεχάσει σε μια στιγμή τη λίγδα του μοντγκόμερι και όσα αυτή συνεπαγόταν.
«Ποιόν ψάχνουμε;»
«Να μη σε νοιάζει! Πάρε μου τούτο…» και μου υπέδειξε το σημείο όπου πιθανά είχε σταματήσει.
Πιάνοντας βιαστικά το ακουστικό ένιωσα τη θέρμη του . Τα δάχτυλα μου κόλλησαν στην πλαστική επιφάνεια. Σκέφτηκα να φύγω τρέχοντας μα τα πόδια παρέμειναν ακινητοποιημένα. Πληκτρολόγησα και επέστρεψα στη θέση μου παρακαλώντας βαθιά να ήταν ο δέκτης της γραμμής το πρόσωπο που ψάχναμε. Διαβεβαίωσα τον εαυτό μου πως ήταν η τελευταία ευκαιρία που έδινα  στην τύχη  μου προτού στραφώ στην αναζήτηση ελεύθερου θαλάμου.
«Χμμ…τον Αποστόλη…ναι…περιμένω…» δίπλωσε τη λίστα στα δύο και τη στρίμωξε με φόρα στην τσέπη «χμμ…Αποστόλη…» η φωνή του βγήκε με δυσκολία. Το χρώμα χάθηκε από τα μάγουλα και το τρέμουλο επέστεψε κάνοντας ολόκληρο το πρόσωπο να συσπάται άρρυθμα «εεε, καλησπέρα, είσαι ο Αποστόλης; Ο Παπάς; Είσαι γιός του Χαράλαμπου;» Οι ρυτίδες του μετώπου χαλάρωσαν « και της Ουρανίας…» ,κατάπιε το ρέψιμο και το άφησε να ηχήσει από το στομάχι σαν σύντομη μακρινή βροντή « γειά σου…». Το σάλιο στέγνωσε στο στόμα αφήνοντας λευκές ίνες γύρω από τα χείλη «…πήρα να σου πω πως βγήκα…» η φράση ακούστηκε μέσα από το στήθος ,« μην κλείσεις γιέ μου» ,στα μάτια ανέβηκαν χοντρές σταγόνες « αυτό ήθελα να σου πώ… Είμαι μια βδομάδα έξω.» Κράτησε με τα δάχτυλα τη μύτη για να μη στάξει πάνω στο ακουστικό «Είπα να στο πω. Να μάθεις πως είμαι έξω…το ξέρω…χικ, αλλά…άκου, τόσα χρόνια πέρασαν…μη, μην κλείσεις, άκου, δεν έχω που να πάω…η μάνα σου το πούλησε το αχούρι της… μη ,μη φωνάζεις, εντάξει αφού το’ κανες ,καλώς έκανες αλλά να, για να ξέρεις πως είμαι έξω… καλά γιέ μου, αφού το θες, δεν θα ξαναπάρω. Καλά. Τα παιδιά σου είναι καλά; Το θυμάμαι . Πώς να το ξεχάσω; Αυτά σκεφτόμουν δεκαοχτώ χρόνια…Καλά…δεν θα ξαναπάρω. Μη θυμώνεις. Καλά!».
Άφησε το ακουστικό να κρεμαστεί στο κενό. Έχωσε τις μπουνιές στις τσέπες και χαμήλωσε το κεφάλι σαν να προσπαθούσε να το κρύψει μέσα στο λιπαρό γιακά .Πέρασε από μπροστά μου παραπατώντας χωρίς να με κοιτάξει και χάθηκε αργά μέσα στην κίνηση του δρόμου. Τον κοίταζα μέχρι να γίνει μικρό καφέ σημάδι και να εξαφανιστεί στην επόμενη στροφή.

Κωνστάνς

«Συλλυπητήρια Ερμή…απ’ όλους μας…» μια σκιά κοντοστέκεται στο άνοιγμα της ξύλινης πόρτας.
«Φ ύ γ ε !ΦΥΓΕ! Δεν θέλω κανένα!» η φωνή κρεμιέται στο κενό, η σκιά εξαφανίζεται με γρήγορα βήματα σ’ έναν μακρύ διάδρομο κι ένας άντρας , καθισμένος στο πάτωμα του στενόμακρου δωματίου με τα πόδια διπλωμένα και το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατα τρέμει από αναφιλητά. Είναι γυμνός. Δίπλα ένας μικρός μαύρος σωρός κουρέλια που θυμίζει  παντελόνι . Το κλάμα του δεν φτάνει έξω απ’ το σώμα. Μοιάζει να το κρατά κλειδωμένο ανάμεσα στα δόντια και τη γλώσσα του. Τα σφίγγει τόσο που ακούγεται χαμηλά το ανατριχιαστικό τους τρίξιμο. Το δέρμα του λευκό, αντανακλά το φως της χαμηλοτάβανης κάμαρας κάνοντας τις γαλάζιες φλέβες των μηρών να φωσφορίζουν . Μουρμουρίζει λόγια ακατανόητα και γρατζουνά μηχανικά  με τα νύχια τους καρπούς του. Κόκκινες τούφες πέφτουν και σκεπάζουν το πρόσωπο. Στο αριστερό μπράτσο του ξεχωρίζουν τρείς λέξεις, «eros versus thanatos».
Η πόρτα ανοίγει σιγανά με σύρσιμο κι ένας μελαχρινός νεαρός μπαίνει στο στενό δωμάτιο. Η μορφή του ξεχωρίζει καθαρά στον καθρέφτη πίσω από την πόρτα. Είναι ψηλός, με δυνατά πόδια που διαγράφονται κάτω από το στενό, δερμάτινο παντελόνι ενώ στο λαιμό του κρέμεται μια χρυσή αλυσίδα.
                «Τι χάλια είναι αυτά;»
                « ΦΥΓΕ!!» Η λέξη βγαίνει μ’ ένα ουρλιαχτό από τα σπλάχνα του πρώτου. Το τζάμι του καθρέφτη τρεμοπαίζει από τον οξύ ήχο.
                «Είπες πως πας ν΄ αλλάξεις για τη γενική πρόβα και σε βρίσκω σ΄ αυτά τα χάλια! Γιατί έδιωξες με τέτοια αγένεια τον φωτιστή;»
                «Φύ…γ…ε» η φωνή σπάει και διαθλάται σε λυγμούς. Σηκώνει το κεφάλι, κόκκινο από την πίεση και τον κοιτά μ’ ένα ζευγάρι μπλε παγωμένα μάτια που σπιθίζουν από θυμό «Δεν θα παίξω!».Με βλέμμα ικανοποίησης στρέφει το κεφάλι προς τον  άδειο τοίχο ενώ με το δεξί  χέρι χαϊδεύει ασυναίσθητα το μπράτσο με το τατουάζ.
                Σαστισμένος ο άλλος, προσπαθεί ν΄ αρθρώσει πρόταση αλλά κομπιάζει. Η κεντρική αρτηρία που ξεχωρίζει κάτω από το μισάνοιχτο καρό πουκάμισο διογκώνεται, ενώ τα μάγουλα του χρωματίζονται αστραπιαία από βαθύ κόκκινο . Ο άλλος , πιο λευκός κι από το ντουβάρι πίσω του γυρίζει εντελώς την πλάτη και ξανακλείνει το κεφάλι μέσα στα πόδια.
                «Τ… τ… τι είπες; Σ… σ… σε παρακαλώ…»Κοντοστέκεται .  Σκύβει και τον φιλά στον ώμο. Χαϊδεύει τρυφερά τ’ ανακατεμένα μαλλιά . «Ξέρεις πως δεν…δεν είναι δυνατό. Σε … σε παρακαλώ. Ήταν μια δύσκολη μέρα. Το ξέρω… Η κηδεία της …όλοι αυτοί οι άγνωστοι…»Ξαναφιλά τον λαιμό και τους ώμους που τώρα ακίνητοι σαν  μουδιασμένοι φαίνονται να περιμένουν για  να παραδοθούν στο επόμενο άγγιγμα. «Όπως κι αν νιώθεις , ότι και να πεις…ήταν μάνα σου…» Τον τραβά μαλακά πάνω του και τον σφίγγει. Ο κοκκινομάλλης ξεσπά σε δυνατό θρήνο. Ακουμπά τα πυρωμένα μάτια του στο λαιμό του μελαχρινού και τον αγκαλιάζει.
                «Κλάψε αγάπη μου. Ξέρω πως πονάς μα …σκέψου, σκέψου πόσο ελεύθερος είσαι σήμερα, πόσο πάλευες γι’ αυτό τόσα χρόνια… Θυμήσου, όσα έχασες από τον εαυτό σου προσπαθώντας να την πείσεις πως είσαι κάτι άλλο. Σε παρακαλώ αγάπη μου…» .Σηκώνεται αργά παίρνοντας στην αγκαλιά του το λευκό σώμα που αργά δαμάζει το κλάμα του. Τον βοηθά να σταθεί όρθιος για λίγο σκουπίζοντας τα δάκρυα με την άκρη του πουκαμίσου . Έπειτα χτενίζει με τα δάχτυλα τις μπερδεμένες τούφες αφήνοντας να φανεί ένα ωραίο , πρησμένο αλλά καθαρό πρόσωπο . Τον φιλά στα χείλη  και κάθονται  μαζί στο μωβ βελούδινο καναπέ , δίπλα στην πόρτα. Τακτοποιεί τα μαξιλάρια και ακουμπά πάνω τους στοργικά το κορμί του αγαπημένου που παραλυμένος τον παρακολουθεί χωρίς ν’ αντιδρά. Πίσω τους μια μεγάλη αφίσα. Σε σκοτεινό μπλε φόντο δύο κορμιά αγκαλιάζονται υπό το φως της γεμάτης σελήνης. Η εικόνα είναι θαμπή αλλά με μεγάλα λευκά γράμματα ανακοινώνεται η πρεμιέρα του έργου ,« Ο εραστής της λαίδης Τσάτερλυ» από τη θεατρική ομάδα «men can».
                «Κοιμήσου αγάπη μου. Ξεκουράσου. Θα έρθω αργότερα να δω πως είσαι και να σ’ ετοιμάσω για τη γενική πρόβα. Κοιμήσου…»με την τελευταία φράση περνά τα δάχτυλα από τα βρεγμένα  βλέφαρα και τα σκεπάζει. «Κοιμήσου».Σηκώνεται αργά στις μύτες, σβήνει το αδύναμο φως της μικρής λάμπας και βγαίνει κλείνοντας την πόρτα πίσω του.
                «Μερικές φορές απογοητεύομαι αλλά τότε έρχεσαι στο νού μου εσύ. Δεν πειράζει. Όλες οι άσχημες εποχές που εμφανίστηκαν κατά καιρούς δεν μπόρεσαν να σβήσουν το άνθος, ούτε καν την αγάπη. Ούτε την δική μου αγάπη για σένα θα μπορέσουν να σβήσουν, αυτή τη μικρή φλόγα που καίει ανάμεσα σε σένα και σε μένα.»
                Ο Ερμής ξυπνά μονολογώντας το απόσπασμα από το γράμμα του  Μέιλορς στην Κωνστάνς. Πιάνει με τα χέρια του τα μάτια και τα τρίβει δυνατά. Από ‘κει που είναι ξαπλωμένος παρατηρεί απέναντι ,το είδωλο του. Φορά  χρυσή, ταφταδένια ρόμπα. Στη μέση έχει περασμένη μια ρομβοειδή πόρπη στο μέγεθος παλάμης ,καλυμμένη από αμέθυστους και μαργαριτάρια .Αγγίζει τα μαλλιά. Είναι χτενισμένα.  Στο ράφι της μπερζέρας πλάι του, η φωτογραφία μιας ηλικιωμένης γυναίκας τον κατασκοπεύει με βλέμμα υπεροπτικό . Καθισμένη στην πολυθρόνα με τα παραλυμένα πόδια της να εξέχουν από την γκρι κουβέρτα και να κρέμονται ατροφικά χωρίς να φτάνουν το κόκκινο χαλί, θυμίζει κακοφτιαγμένη μαριονέττα , ξεχασμένη στο ράφι της αντικερί, σκονισμένη και παρατημένη στην εκδικητική λήθη. Η ατμόσφαιρα είναι πλημμυρισμένη από τ’ αρώματα των κραγιόν και της σκόνης που αριστοτεχνικά καλύπτουν τ’ ανδρικά του χαρακτηριστικά. Ορθώνεται και ξυπόλητος διασχίζει το καμαρίνι. Ξαφνικά ,σαν εκκρεμές, μετεωρίζεται στο μέσο της απόστασης από τον καναπέ στο παραβάν της γωνίας. Κρεμασμένα πάνω στη θαλασσιά του επιφάνεια, ξεχωρίζουν δύο πολυτελή φορέματα σε αποχρώσεις του κόκκινου . Βελούδινο μπορντό και ροζ σατέν  με ασημένιες ζώνες και πορφυρά στριφώματα. Στην προσπάθεια του να κρατηθεί όρθιος παραπατά, απλώνει τα χέρια και σπρώχνει την μεταλλική κορνίζα στο κενό. Αμέτρητα θρύψαλα στο μέγεθος πινέζας σκορπίζονται με θόρυβο και απλώνονται γύρω από τη φόδρα της ρόμπας. Διαλύονται σε κρυστάλλινη σκόνη , αφήνοντας ανάμεσα στο σώμα του και το υπόλοιπο πάτωμα, ένα κούφιο αποτύπωμα. Η φωτογραφία απομένει κρεμασμένη στο τελείωμα του μωβ καλύμματος περισσότερο σκοτεινή και λιγότερο απειλητική.
« Ένας άντρας πρέπει να αντιστέκεται, να δίνει τον καλύτερο εαυτό του και να έχει εμπιστοσύνη σε κάτι ανώτερο. Κανένας δεν μπορεί να εξασφαλίσει απόλυτα το μέλλον του, παρά μόνο εάν πιστεύει στον καλό εαυτό του και σε μια δύναμη που κρύβεται πέρα από αυτόν.»
                «Ποιος είναι ο άντρας και ποια η γυναίκα, ε;; Μου κα-τέ-στρε-ψες τη ζωή!» Αρπάζει τη γερασμένη γυναίκα και κόβοντας τη στα δύο , πετά τ’ απομεινάρια κάτω απ’ τα πόδια του.
                Την ίδια στιγμή ακούγεται χτύπημα στην πόρτα.
                «Είσαι έτοιμος;»
                «ΟΧΙ!»
                Το πόμολο γυρνά και ο μελαχρινός άντρας εμφανίζεται από τη χαραμάδα.
                «Σε περιμένουμε!» Το βλέμμα του σκληραίνει.
«Εσύ μ’ έντυσες;»
«Ναι. Κοιμόσουν βαθιά και δεν ήθελα να σε ταράξω.» Τον κοιτάζει έντονα ,σχεδόν με λατρεία.
«Φρόντισε να είσαι έξω σε δύο λεπτά! Ξεκινάμε!» . Βροντά την πόρτα με κρότο πίσω του και τα βήματα απομακρύνονται βιαστικά.
                «Αυτό είναι τώρα για μένα το μόνο πράγμα που υπάρχει στον κόσμο. Δεν έχω φίλους, αληθινούς φίλους. Έχω μόνο εσένα. Και το μόνο που με νοιάζει τώρα στην ζωή μου είναι αυτή η μικρή φλόγα.»
 Κάθεται ατάραχος στο κοντό σκαμνί μπροστά στο καθρέφτη και πουδράρει τ’ αφυδατωμένα μήλα του προσώπου . Επιδέξια χρωματίζει με μαύρο μολύβι το καπάκι των ματιών που τώρα έχουν  ξεθωριασμένη γαλαζομαβιά απόχρωση. Σταματά και κοιτάζεται. Το στήθος του φουσκώνει και μια φυσαλίδα αέρα σπάει τη σιωπή. Σηκώνεται και περπατά προσποιητά μπροστά την αντανάκλαση της λαίδης που μόλις δημιούργησε. Φορά παπούτσια και γυρνά προς την έξοδο.
Βγαίνει στο σκοτεινό διάδρομο. Από το βάθος ξεχωρίζουν οι τελευταίες οδηγίες του σκηνοθέτη στον Κλίφορντ Τσάτερλυ. Το καροτσάκι του στριγγλίζει φρενάροντας στο δάπεδο της σκηνής. Η Κωνστάνς περπατά ανάλαφρα προς το μέρος τους. Ψηλά πάνω από το κεφάλι της ,στερεωμένες δεκάδες διαδρομές από καλώδια και σχοινιά σε χοντροκομμένα ξύλα και ατσάλινα δοκάρια.  Τα πέλματα της γλιστρούν μέσα στις λουστρινένιες μπεζ γόβες με το χοντρό τακούνι. Ο ρυθμός τους χτυπά τα δευτερόλεπτα .Η ταφταδένια φορεσιά της περνά σαν θρόισμα  από το γυαλισμένο παρκέ. Ανεβαίνει τα στενά σκαλοπάτια και με μια κίνηση βγαίνει στην Αγγλία του 1917. Η πυκνή ομίχλη του δάσους των Τσάτερλυ σκεπάζει τη λάμψη των ματιών της. Αυλαία . Φώτα . Ψίθυροι των τεχνικών.
«Δεν πρόκειται να κουραστούμε. Πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη στη μικρή φλόγα και σε εκείνο τον ανώνυμο Θεό που την κρατάει αναμμένη. Υπάρχει τόσο πολύ από σένα εδώ πέρα, στ' αλήθεια, που είναι κρίμα να μην σε έχω ολόκληρηΟ ηθοποιός που ενσαρκώνει πλάι της τον Κλίφορντ ,την κοιτά σαστισμένος.
«Μα λες τα λόγια απ’ το φινάλε…» ψιθυρίζει συνοφρυωμένος σαν να την μαλώνει.
«Το ξέρω !» .












[i] Στο κείμενο παρεμβάλλονται αποσπάσματα από το έργο του D.H. Lawrence, 'Ο εραστής της Λαίδης Τσάτερλυ’.