Μαρία Μπινίκου

Μαρία Μπινίκου


"You play with what scares you and you play with what you need"

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2012

Καλώς το 2012!
Ενόψει εξεταστικής (για'μας που συνεχίζουμε να εκδίδουμε "πάσο"...) αφιερωμένο (αν και παλιό)!



Σιέστα

Βαριόμουν αφόρητα να γυρίσω πίσω. Ήρθε και με πήρε σ’ ένα διάλειμμα ανάμεσα στα ραντεβού. Ήταν κι η ζέστη … Δεν ήθελα να ξεκολλήσω από την καρέκλα. Το πολύ να μεταφερόμουν σε μια ξαπλώστρα στην ταράτσα του κτιρίου για  ν’ αγναντεύω το «μικρολίμανο» από ψηλά. Που να βρω την όρεξη για να τρυπώσω στους τέσσερις τοίχους ; Η σκέψη ν’ ακούω ως αργά όλες εκείνες τις πεπαλαιωμένες κοσμικές ,να μου αναλύουν πόσο θέλουν να μοιάζουν στην κόρη τους, την ανιψιά ή τη σταρ Ελλάς 2011  μου έφερνε ζάλη . Ίσως έφταιγε και  λίγο το ούζο .
                Παρ’ όλα αυτά, με άφθονο κρύο νερό κι έναν ελληνικό ήμουν έτοιμη γι’ άλλο ένα απόγευμα επί τω έργω . Μπήκα στο γραφείο κι άνοιξα με φούρια το παράθυρο. Σκέφτηκα μπας και προλάβαινα λίγο μαγιάτικο ουρανό πριν φτάσει το ραντεβού μου. Φόρεσα τη ρόμπα και στάθηκα  αφηρημένη στο κενό. Ο νοτιάς από τη θάλασσα με φυσούσε  στο μέτωπο. Χρειαζόμουν τσιγάρο. Στην ταμπακιέρα βρήκα μαζί με τον καπνό κι ένα σημείωμα της Φανής. «Σε περιμένω ανυπόμονα…» αρωματισμένο με τη Σανέλ που πήρε από το αεροδρόμιο την προηγούμενη εβδομάδα. Δαγκώθηκα. Έκλεισα τα μάτια και την είδα ξαπλωμένη στο κρεβάτι του ξενοδοχείου. Το μελαμψό της δέρμα αντανακλούσε τα φώτα του δρόμου. Έπιασα τα μάγουλα μου κι ήταν ζεστά. Ένιωσα τόσο ερεθισμένη που οι ρόγες μου ξεχώρισαν κάτω από τη λευκή πουκαμίσα. Ξανάριξα νερό στο πρόσωπο κι άναψα τσιγάρο. Το ταξίδι στην Ιταλία με είχε αναζωογονήσει. Πριν απ’ αυτό, κόντευα να ξεχάσω πόσος καιρός είχε περάσει από την τελευταία φορά που την άφησα να μ’ αγγίξει .
                Το κουδούνι σφύριξε εκκωφαντικά μέσα στο  ιατρείο. Ξεροκατάπια και πέταξα τη γόπα στον ακάλυπτο. Ίσιωσα το γιακά και πάτησα το κουμπί για ν’ ανοίξει  η κεντρική είσοδος. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη κι έδεσα βιαστικά τα μαλλιά μου με το λάστιχο που βρήκα πάνω στο τελευταίο τεύχος των «Ιατρικών». Πήρα  βαθιά αναπνοή και γύρισα το πόμολο. Μπροστά μου στέκονταν αγέλαστη μια πολύ  λιγνή γυναίκα με ύψος πάνω από το ένα κι ενενήντα. Φορούσε μαύρο στενό φουστάνι χωρίς μανίκια, ως τη μέση των μηρών. Την κοίταξα σαστισμένη. Έφτανα με το ζόρι πάνω από το στήθος της. Αμίλητη, πέρασε από μπροστά μου με μεγάλα βήματα και κατευθύνθηκε από το διάδρομο στη σάλα. Έκλεισα την πόρτα κι ακολούθησα  αργά τη βαριά μυρωδιά πούδρας που ανέδιδε στο πέρασμα της. Τη βρήκα καθισμένη στην πολυθρόνα μπροστά στο γραφείο . Ήταν έντονα μακιγιαρισμένη στα μάτια ενώ τα χείλη της ασφυκτιούσαν κάτω από επαναλαμβανόμενες στρώσεις κόκκινου κραγιόν. Σταύρωσε τα μακριά της πόδια, ντυμένα μ’ ένα λεπτό μαύρο δίχτυ και χωρίς να με ρωτήσει άρχισε να καπνίζει νευρικά.
                Μετά τις απαραίτητες συστάσεις ξεκίνησα να φτιάχνω το φάκελο.«Γεννημένη το ’63…», «Ανύπαντρη..» « χωρίς ιστορικό ασθενειών…», Καθώς ρωτούσα για τα τυπικά παρατηρούσα τα δάχτυλα της να τρέμουν από ανησυχία. Στο λαιμό είχε περασμένη μια  μακριά χρυσή αλυσίδα κι όσο μου μιλούσε τη χάιδευε ασυναίσθητα. Στην άκρη της κρέμονταν ένα φυλαχτό από φίλντισι σαν κέρατο. Τότε είδα το  αριστερό μπράτσο της. Καθόταν ,στραμμένη με τη δεξιά της πλευρά προς το μέρος μου. Από τον ώμο ως  και πέντε πόντους κάτω από τον αγκώνα ήταν ατροφικό σαν μικρού κοριτσιού. Μικρά εξογκώματα σχηματίζονταν ακανόνιστα σ’ όλο του το μήκος ενώ το δέρμα , πλήρως αλλοιωμένο είχε μια τέτοια υφή σαν πετσί από παραψημένο κοτόπουλο. Τόπους τόπους , η κοκκινίλα πλήθαινε κι αραίωνε.
                «Τι συνέβη στο χέρι σας;»
                «Δεν νομίζω πως σας αφορά», απάντησε χωρίς να με κοιτάξει. Στη φωνή της διέκρινα αδυναμία .Έκλεισε την πρόταση εκπνέοντας διακεκομμένα.
                «Για τη σύνταξη του ιατρικού σας φακέλου χρειάζομαι όλες τις πληροφορίες που αφορούν στη συνεργασία μας». Προσπάθησα να φανώ απόλυτη . Το βλέμμα μου διασταυρώθηκε με το δικό της και παρέμεινε εστιασμένο ανάμεσα στα καλοστημένα μαύρα σύρματα που είχε για βλεφαρίδες.
                «Μάλλον μπερδευτήκατε!».Την κοίταξα απορημένη. «Είμαι εδώ για λιποαναρρόφηση!». Ήταν ολοφάνερα εκνευρισμένη.
                «Πώς είπατε;» Ασφαλώς είχα ακούσει, αλλά ήταν το τελευταίο που περίμενα ν ‘ακούσω από μια γυναίκα με τέτοια εμφάνιση. Σκέφτηκα να της απαντήσω πως είχε κάνει λάθος στον όροφο και ότι η ψυχοθεραπεύτρια βρισκόταν στον τρίτο. Με το ζόρι κρατήθηκα.
                « Ζητώ συγγνώμη αν σας πρόσβαλα. Μια κυρία με το δικό σας παρουσιαστικό…δεν φανταζόμουν πως χρειάζεται επέμβαση αισθητικής αλλά επανόρθωσης…» . Έψαχνα να βρω τρόπο για να φανώ πιο φιλική. Ήταν ολοφάνερο πως το σχόλιο μου την είχε φέρει σε μεγάλη αναστάτωση. Χτυπούσε νευρικά το πόδι της στο ξύλινο πάτωμα και ο ήχος σαν αυτοσχέδιο εκκρεμές , φόρτιζε περισσότερο την ατμόσφαιρα.
                «Θα θέλατε να πιείτε κάτι;»
                «Έχετε ουίσκι;». Προσπάθησα να κρύψω τον αιφνιδιασμό μου. Είχα ξεχασμένο ένα μπουκάλι από την τελευταία βραδινή έφοδο της Φανής. Σηκώθηκα ως τη γωνία που φυλούσα τα ποτήρια. Όταν πρωτογνωριστήκαμε , ερχόταν καυλωμένη από την εφημερία στο νοσοκομείο και την έβρισκα μισόγυμνη ως να φτάσει στην πόρτα . Δεν ξέρω πότε έβρισκε την ευκαιρία με τόσους ασθενείς αλλά όταν κατέληγε σ’ εμένα είχε ήδη κατεβάσει το μισό. Το υπόλοιπο το κρατούσε σαν διεγερτικό κατά τη διάρκεια του σεξ. Με τρέλαινε η γεύση της ανακατεμένη με ουίσκι και λάδι καρύδας .
                «Θέλετε πάγο;» Σχεδόν μου τράβηξε το ποτό από το χέρι.
                «Σκέτο το πίνω…» Η τελευταία λέξη ακούστηκε μέσα από τα χείλη του ποτηριού.
                «Είσαι παντρεμένη;»Τέτοια ερώτηση δεν την περίμενα.
                «Όχι…» Η άρνηση μου έμεινε μετέωρη για λίγα δευτερόλεπτα προτού βήξω και την ολοκληρώσω με παύση.
                «Είχαμε ατύχημα πριν τρία χρόνια με τη μηχανή. Δύο αυτοκίνητα που προπορεύονταν , χτύπησαν μεταξύ τους . Ο Χρήστος φρέναρε, έχασε τον έλεγχο και πέσαμε…» Την άκουγα να διηγείται μηχανικά ανοιγοκλείνοντας τις τεράστιες βλεφαρίδες που σκοτείνιαζαν τα μάτια της. « Πίσω μας ακολουθούσε νταλίκα. Τον έλιωσε. Το χέρι μου απέμεινε πάνω στην πλάτη του».
                Την παρακολουθούσα ανέκφραστη καθώς στράγγιζε την τελευταία γουλιά. Σκέφτηκα την εκδρομή στο Ναύπλιο. Τα μαύρα μαλλιά της Φανής ν’ ανεμίζουν έξω από το παράθυρο. Τα χρυσά της βραχιόλια να κουδουνίζουν όσο μου κρατούσε το χέρι, ενώ εγώ άλλαζα ταχύτητες. Ύστερα τις υστερικές φωνές  για τη δουλειά  και για τη «μανία» που με πιάνει  να δουλεύω ασταμάτητα, για τα χάδια και το ενδιαφέρον που της λείπει και για την παράλληλη σχέση που ξεκίνησε το Μάρτη.
                «Λοιπόν…τι λέτε για την λιποαναρρόφηση;»
                «Σε ποια περιοχή;» ρώτησα αδιάφορα. « Στους γλουτούς» απάντησε και μου έδειξε τη στενή της λεκάνη. Κράτησε τα χέρια της στο σημείο που πίστευε πως χρειαζόταν την παρέμβαση του ειδικού και μου ανταπέδωσε το βλέμμα αναμένοντας απάντηση.
                «Λυπάμαι αλλά δεν μπορώ να σας βοηθήσω. Το πρόγραμμα μου είναι εξαιρετικά φορτωμένο για ν ’αναλάβω κάτι τέτοιο».Έψαξα διεισδυτικά στο πρόσωπο της για σημάδια που αποκάλυπταν δυσπιστία. «Θα σας παραπέμψω όμως σ’ έναν εξαιρετικό συνάδελφο …»
                «Ευχαριστώ…» Το βλέμμα της χάθηκε στο κενό πέρα από το ανοιχτό παράθυρο. «Θα μπορούσα να έχω ένα δεύτερο ποτό;»
                «Ασφαλώς!» . Γεμίζοντας ξανά το ποτήρι χάθηκα στο καστανοκόκκινο χρώμα που κυλούσε αργά από το στόμιο. Στη Φανή αρέσει το ουίσκι με σόδα. Βγαίνει συχνά μόνη της τα βράδια για να πιεί. Πολλές φορές την έχω βρει να κοιμάται στον καναπέ μ’ εκείνα τ’ ανύπαρκτα φορέματα που αφήνουν ακάλυπτα όλα όσα λατρεύω να σημαδεύω με τα δόντια μου. Δεν  ξέρω αν φοβάται μήπως ξυπνήσω και πάω ξενυχτισμένη στη δουλειά ή αποφεύγει να την αντικρύσω στουπί στο μεθύσι.
Άκουσα την πόρτα να κλείνει με θόρυβο. Είχα μείνει μόνη.