Μαρία Μπινίκου

Μαρία Μπινίκου


"You play with what scares you and you play with what you need"

Σάββατο 27 Απριλίου 2013

Μπαμπά

«Άνοιξε! Άνοιξε το!». Σιωπή. «Άνοιξε! Άνοιξε το!»
«Τι θέλεις πάλι;». Ανοιγοκλείνει τα τσιμπλιασμένα μάτια  και ψηλαφά τον άγρια σοβατισμένο τοίχο . Χτυπά ελαφρά το σεντόνι και οι βαμβακερές ίνες του σέρνονται με θόρυβο καθώς το σπρώχνει από πάνω της. Το στρώμα τρίζει σαν να τεντώθηκε ένα τεράστιο σώμα.
«Άνοιξε!».Ο διακόπτης τροφοδοτεί τον λαμπτήρα με ρεύμα και ο αέρας του δωματίου φορτίζεται μ’ ένα κίτρινο, αδύναμο φως Δύο κρεβάτια, ανάμεσα τους ένα μεγάλο χάρτινο κουτί, πιθανά από παπούτσια, με τη χρυσή φίρμα του μέσα σε δεκάδες κατακόκκινα μπουκέτα από τριαντάφυλλα. Επάνω ακουμπισμένα σε σωρούς, μικρά κουτιά χαπιών σε διαφορετικές διαστάσεις και χρώματα, μια μισογεμάτη φιάλη με φωτιστικό οινόπνευμα κι ένα γεμάτο σταχτοδοχείο .
«Άνοιξε! Άνοιξε το!»
«Ησυχία! Τι θέλεις πάλι μπαμπά;»
«Άνοιξε το παράθυρο! Άνοιξε το!». Ο ήχος ξεφεύγει σαν σφύριγμα από το στόμα του αναμαλλιασμένου γέρου. Μια κοιλότητα γυμνή από δόντια , περιστοιχισμένη από ξερά στοματικά υγρά και υπολείμματα σάπιας τροφής.
«Τι θέλεις;». Η απάντηση, ίσα που ξεπέρασε το θώρακα για να βγει από μέσα της. Φορά  πουκαμίσα αχνοκίτρινη κι έχει ανοίξει τα κοκάλινα  κουμπιά από την κοιλιά και πάνω. Ξεχωρίζει καθαρά το αφυδατωμένο στήθος να κρέμεται σα νεκρό ζώο με τη μουσούδα προς τα κάτω.
«Τη θάλασσα! Ν’ ακούσω…έρχεται νοτιά!». Την αναζητά με το βλέμμα, τα μάτια του κινούνται κυκλικά , διατρέχουν το υποφωτισμένο δωμάτιο κι επιστρέφουν κενά στην θέση τους. Αμέτρητες ρυτίδες και μικρά λιπώματα  σχηματίζουν  βαθιές όχθες και αυλάκια αφήνοντας τις θαμπές μαύρες κόρες στο κέντρο να γυαλίζουν σαν λιμνολακούβες .  Η πιτζάμα τόσο πολυκαιρισμένη που το καρό σχέδιο μαντεύεται ανάμεσα στους κόμπους. Είναι αδύνατος και αδύναμος.
«Ποιο νοτιά; Γαμώ το κέρατο! Κοιμήσου!». Τρίβει με δύναμη τη δεξιά πλευρά του κεφαλιού της. Μαλλιά γκρίζα, κομμένα άτσαλα αντρικά. Οι ώμοι της φαρδιοί, τετράγωνοι. Η ετικέτα του ρούχου της ξεχωρίζει στην πλάτη σαν μεγάλη λευκή σελίδα που κολλούν οι μαθητές στις πλάτες των συμμαθητών, για να σπάσουν πλάκα.
«Νοτιά! Τη βάρκα! Να πάμε ν’ ανεβάσουμε τη βάρκα!»
«Σκάσε και κοιμήσου, πατέρα!». Το χέρι της ακόμα χαϊδεύει το δεξί αυτί. Ανακάθεται αφήνοντας το γέρο πίσω της. Δύο ολόλευκα μπούτια, πλαδαρό δέρμα και δεκάδες πρασινομπλέ φλέβες.
«Μυρίζει βροχή το χώμα! Έρχεται βροχή! Φέρνει θάλασσα! Ν’ ανεβάσουμε τη βάρκα!».
«Σωπα! Κοιμήσου! Πάλι όνειρα βλέπεις!».
«Πάμε σου λέω, μωρή κοπριά! Σήκω και θα μας τη σπάσει τη βάρκα ο καιρός!»
«Το βλέπεις το ρολόι; Τέσσερις είναι! Κάτσε να ξημερώσει και σε πάω όπου θέλεις!»
«Κοπριά! Γαϊδάρα! Πάει η βάρκα, κομμάτια θα την κάνει η θάλασσα!»
«Ναι, η θάλασσα…»Τραβά με κόπο τις πλαστικές σαγιονάρες και τις φορά. «Η θάλασσα της Νίκαιας…».Αργά προσπαθεί να σταθεί όρθια, «…θα σου φέρω λίγο γάλα.» Στο μισό μέτρο παραπέρα σταματά. Μια σειρά καφετί ντουλάπια. Ανοίγει το ψυγείο, βρίσκει στην πόρτα τη χάρτινη συσκευασία και βιαστικά γεμίζει το ποτήρι ως τη μέση.
«Καλά μωρή, δεν ακούς την άμμο που χτυπά τα παντζούρια! Οχτάρι γεμάτο έφερε!»
«Καλά, καλά…»Πιάνει μια καρτέλα απο τα χάπια πάνω στο αυτοσχέδιο τραπεζάκι και ρίχνει τρία μέσα στο λευκό υγρό. «Έλα, για πιες λίγο γάλα, να δυναμώσεις!». Τεντώνει το χέρι και πάνω στον καρπό ξεχωρίζει ξεθωριασμένη η άκρη από ψαλιδωτή ουρά  χελιδονιού. Τα δάχτυλα γλιστρούν στην υγρασία που προκάλεσε στο γυάλινο σκεύος η ψυχρότητα του περιεχομένου του και φεύγει από τα χέρια της. Γυαλένια κομμάτια σκορπίζονται στο ξύλινο πάτωμα και οι διαδρομές τους σβήνουν κάτω από τα πόδια της.
«Παναγιά μου! Στο’ πα! Σήκω μωρή κι έπιασε να βροντά! Αγριονοτιά σου λέω!».
Κόκκινες σταγόνες τρέχουν βιαστικά και λερώνουν το δέρμα της αριστερής γάμπας. Μετεωρίζεται με τα πόδια ανοιχτά. Το ανοιχτό της στόμα σφίγγει αριστερά και σφραγίζει παράταιρα ενώ φυσαλίδες σάλιου ξεφεύγουν στο σαγόνι. Κρατά τη δεξιά πλευρά του κεφαλιού και με τα δύο χέρια.
«Πάμε, πάμε! Άνοιξε μου το παράθυρο να δω, το’ φτασε το βαρκάκι η θάλασσα;».
Λυγίζει το σώμα ελαφρά δεξιά, τα γόνατα διπλώνουν και τα οπίσθια ακουμπούν τις φτέρνες. Μουγκρίζει. Φθόγγοι άτακτα απελευθερώνονται χωρίς να σχηματίζουν λέξεις.
«Άμε στο διάβολο! Σήκω λέω!»
Η πουκαμίσα τεντώνεται στη ράχη και οι κλωστές της ραφής σπάνε με θόρυβο.
«Μ’ ακούς; Ε, κόρη, το βαρκάκι να γλιτώσουμε!».
Πέφτει δίπλα του. Τα μάτια της ανοίγουν σαν να προετοιμάζονται ν’ αποχωριστούν το πρόσωπο.
«Που’ σαι μωρη κόρη μου; Που’ σαι;»
Συσπάται η πλάτη, τα βλέφαρα, οι άκρες των δαχτύλων. Πηχτό αίμα βγαίνει από τα ρουθούνια.
«Κόρη, που είσαι;».
Ρόγχος από υγρά που στέκουν στο λαιμό. Πιάνεται από την άκρη του σεντονιού του ενώ με το δεξί χέρι πιέζει ακόμα τον δεξί κρόταφο.
«Κόρη…».
«Μ…μπα...».

Yapi