Μαρία Μπινίκου

Μαρία Μπινίκου


"You play with what scares you and you play with what you need"

Κυριακή 22 Ιουνίου 2014

Η κούκλα

Άνοιξα τα μάτια ξαφνικά μέσα στο σκοτάδι. Έπιασα το στρώμα κι ανασηκώθηκα. Ήταν υγρό. Έψαξα το φως αλλά θυμήθηκα ότι η λάμπα είχε καεί από την προηγούμενη. Για την υγρασία έφταιγε πάλι εκείνη. Κάθε βράδυ , τα ίδια γίνονταν. Σηκωνόμουν κακήν κακώς κι έτρεχα στο μπάνιο για να επιστρέψω με σαπουνάδα και καθαρά σεντόνια. Ζήτησα  στα τυφλά τις παντόφλες μου με το πόδι αλλά βρήκα μόνο τη μια. Άφησα το κρεβάτι και περπάτησα προς την τουαλέτα.
 Έσπρωξα την πόρτα ενώ με το άλλο χέρι γύρεψα τον διακόπτη. Κάθισα στη λεκάνη και είδα πως φορούσα κόκκινη νυχτικιά. Δεν είχα εγώ κόκκινη νυχτικιά. Πολύ παραξενεύτηκα και όπως σκουπιζόμουν, κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Τι όμορφη που μου φάνηκα σ’ εκείνη την κόκκινη νυχτικιά! Τελικά δική μου ήταν. Δώρο απ’ τον πατέρα στα γενέθλια. Δεν της άρεσαν τα χρώματα ,ούτε στις κάλτσες και τα μεσοφόρια. Με κλείδωνε αν τύχαινε κι έβλεπε πάνω μου άλλο από μαύρο και  γκρι.
Την άκουσα να βήχει. Ήταν ακόμη ξαπλωμένη και με φώναζε. Πήρα τη βούρτσα για να καθαρίσω το στρώμα, μια λεκάνη με νερό και σαπούνι για να την πλύνω και αφού τ’ ακούμπησα στο πάτωμα έψαξα για καθαρά σκεπάσματα. Ανοίγοντας την ντουλάπα βρήκα μια κουβέρτα. Μου τράβηξε την προσοχή το χρώμα. Σκέφτηκα πως θα ‘ ταν καλύτερο να τη σκεπάσω για λίγο με το ζεστό κάλυμμα και ν’ ανοίξω τα παραθυρόφυλλα . Χρειαζόμουν  αέρα. Το δωμάτιο βρωμούσε. Την αγκάλιασα  κρατώντας τη από το λαιμό. Στο λίγο φως που ερχόταν από το άλλο δωμάτιο, μου φάνηκε πιο νέα. Χαμογελούσε στον ύπνο της. Είχε αποκοιμηθεί. Την καθάρισα και χωρίς να την ταράξω την τύλιξα στην κουβέρτα και την ακούμπησα στην άκρη του κρεβατιού. Έμοιαζε  με τη μεγάλη μου κούκλα ,μέσα σ’ ένα κόκκινο σάβανο.
Άνοιξα το παντζούρι και κοίταξα έξω .Η πόλη έμοιαζε μακρινή. Τα φώτα της έτρεμαν σαν τη φλόγα απ’ το καντήλι. Ακούγονταν μόνο οι γρύλοι. Σκέφτηκα να βγω βόλτα στον κήπο. Δεν θα με μάλωνε αν φρόντιζα να μη με δει κανείς. Πάτησα στις μύτες για να μην την ξυπνήσω και άρχισα να κατεβαίνω τη σκάλα. Παραπάτησα, τα ξύλα έτριξαν  και όπως κρατήθηκα απ’ το κεφαλόσκαλο είδα πως ακόμα φορούσα μόνο τη μια παντόφλα. Ο γιός του δάσκαλου με κορόιδευε χοντροκώλα. Μου κρέμαγε πατατόφλουδα  στις κοτσίδες και με γελούσε κλέβοντας μου τα τσόκαρα. Έτρεχα ξυπόλυτη ως το σπίτι για να γυρέψω βοήθεια. Ήταν λίγο πριν μου απαγορέψει η μάνα να ξαναπατήσω στο σχολειό. Δεν το έκανε για τις κοτσίδες μου αλλά γιατί δεν έδειχνα να τα παίρνω τα γράμματα.
Στο καθιστικό άκουσα το ρολόι. Ακούμπησα με την πλάτη τον τοίχο και αφουγκράστηκα. Δεν ήθελα να ξυπνήσει. Περίμενα για λίγο κι έπειτα ξεκλείδωσα την εξώπορτα. Βγαίνοντας στην αυλή πρόσεξα το φεγγάρι. Ήταν μεγάλο και στρογγυλό. Όλα γύρω μου φωτίζονταν. Τα δέντρα , τα πεζούλια, η βρύση, ως κι ο αχυρώνας  φαινόταν ολοκάθαρα. Πορεύτηκα μέχρι τη νεραντζιά. Δρόμο δρόμο έριχνα κλεφτές ματιές στο παράθυρο. Φοβόμουν μην νιώσει απ’ τ’ όνειρο και δε με βρει δίπλα της . Τη λυπόμουν ,τόσο μόνη που την άφησα και βγήκα. Ήθελα να ‘μαι η καλή της κόρη. Απ’ την άλλη ζητούσα να τρέξω μακριά.
Πάτησα  με φόρα στα χαμόκλαδα. Τ’ άκουσα να σπάνε κάτω απ’ τις πατούσες μου. Τρέχαμε με τον πατέρα για να προλάβουμε τη βροχή και κρυφτήκαμε κάτω απ’ τη νεραντζιά. Είχε  καρπίσει εκείνη τη χρονιά πορφυρά νεράντζια. Μούλιασαν απ’ το νερό και τρέξαν πάνω στα ρούχα μας κόκκινοι χυμοί. Γελάσαμε πολύ εκείνο τ’  απόγευμα με τον πατέρα. Τ’ άλλο πρωί τον βρήκα να κρέμεται στη νεραντζιά, χωρίς τα ρούχα του, μελανό και πασαλειμμένο με τα νεραντζόζουμα.
Το παράθυρο ήταν σκοτεινό. Ανησυχούσα μη φανεί φωτισμένη η άσπρη σκιά της. Σκούπισα τα μάτια μου. Ήθελα να φτάσω μακρύτερα για να μην το δω το φως ν’ ανάβει, αλλά δεν μπορούσα. Έφταιγε το ακάλυπτο πόδι  πάνω στα χώματα και τις πέτρες. Η νυχτικιά  πιάστηκε σ’ ένα κλαδί κι όπως γύρισα για να ξεφύγω , την είδα να τρέχει πίσω μου με τη βέργα απ’ την ελιά και να ουρλιάζει για το γάλα που δεν έβρασα και για τα ρούχα που δεν άπλωσα. Έσκυψα ν’ αποφύγω τις βουρδουλιές. Πονούσαν τα κόκκινα σημάδια που άφηνε στα μπούτια και την πλάτη .Τότε είδα πόσο κοντά ήμουν στον αχυρώνα.  Η καλύτερη κρυψώνα. Τρύπωνα σαν ποντίκι και παραφύλαγα ως να της περάσει ο θυμός. Κάποτε ξέμεινα εκεί μια νύχτα ολόκληρη. Όταν με βρήκε δε μ’ άφησε να ξαναπιάσω την κούκλα στα χέρια μου. Για να το πετύχει τα μπλάβιασε και πρήστηκαν για μέρες απ’ το ξύλο  Την αγαπούσα αυτή την κούκλα. Την έβλεπα να μου κλείνει το μάτι  κι έκανα πως δεν υπήρχε για να μην μας καταλάβει.
Έφτασα την πόρτα του αχυρώνα. Πιάστηκα απ’ το σιδερένιο μάνταλο, το τράβηξα προς τα έξω κι άνοιξα. Το πρώτο φως της μέρας έμπαινε απ’ την πόρτα και τους φεγγίτες. Η μυρωδιά της κοπριάς, ξινή όπως κι αυτή του στρώματος. Ήρθε πάλι εκείνη η σιχαμένη ανατριχίλα . Ακούμπησα τα μάγουλα μου κι ένιωσα να καίνε. Βρέθηκα ξανά στο δωμάτιο. Ένιωσα να βουλιάζω στη διάρροια . Τυλίχτηκα στο σεντόνι μου. Ήρθε και μ’ έπνιξε ως το λαιμό. Άνοιξα τα μάτια. Αναγούλιασα . Έψαξα το φως μα θυμήθηκα ότι η λάμπα είχε καεί από την προηγούμενη. Ζήτησα  στα τυφλά τις παντόφλες μου με το πόδι αλλά βρήκα μόνο τη μια. Κολυμπούσα μέσα στη δυσωδία του άρρωστου μυαλού της και το μόνο που σκεφτόμουν ήταν το σκοτάδι. Γύρισα απ’ το μπάνιο. Την αγκάλιασα  κρατώντας τη σφιχτά από το λαιμό. Στο λίγο φως που έμπαινε μου φάνηκε πιο νέα Δεν θ’ άφηνα να με ξαναλερώσει .

Ζαλίστηκα απ’ την ξινίλα της κοπριάς και ξάπλωσα ανάσκελα στο πάτωμα κοιτώντας την οροφή.  Ο αχυρώνας μου , πλημμυρισμένος απ’ τον πρώτο ήλιο, αργά γινόταν κόκκινος .Καινούριο φως, λαμπερό σκορπιζόταν στον αέρα. Χάζευα τα χρώματα στα δοκάρια. Βαθύ πορτοκαλί και κίτρινο  πάνω απ’ το κεφάλι μου. Ήθελα να σηκωθώ και να τα πιάσω. Ξεκούρασα το κορμί μου στη ζεστασιά τους. Έκλεισα τα μάτια κι είδα πως χόρευα αγκαλιά με την κούκλα μου σε μια πεδιάδα από κόκκινες νεραντζιές. Είναι το τελευταίο που θυμάμαι.

Παρασκευή 19 Ιουλίου 2013

Yapi...

 Φωτο:Γ.Ζαφειρίου
Γράφω για το Yapi...
Αν πεις πως είναι "ατελής κατασκευή" νομίζεις πως το καθόρισες ως έννοια; Κι αν πεις πως είσαι Yapi, τότε πώς αισθάνεσαι να ολοκληρώνεις τον ορισμό; Η αλήθεια βρίσκεται στην προσδοκία. Σ'αυτό που εύχεσαι να ήσουν αλλά ακόμη δεν τα κατάφερες, σ'αυτό που περιμένεις να τελειώσεις, να συμπληρώσεις, να "ανοικοδομήσεις".
Για τους φίλους συνεχίζει μια διαδρομή, για μας είναι η ανάγκη να πούμε πως αυτό που βλέπουμε δεν είναι αυτό που θέλουμε. Αν πεις πως Yapi είναι μια χώρα, τότε ορίζεις πως κάπου πιο μακριά απ'το τώρα βρίσκεται και η αν-οικο-δόμηση της, απ'τα μπετά, απ'τις αναμονές στην ταράτσα, απ' τον Ζωναράδικο της Θράκης, απ'τη φωτογραφία του παππού με το στριφτό μουστάκι...

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2013

Yapi απο την Ομάδα 7

Τι σημαίνει;
Ποιά η λειτουργία του;
Ποιός ο λόγος ύπαρξης του;
Η προοπτική. Το να γίνει ή να μη γίνει. Η ανέγερση και η ματαίωση. Το θέλω και το μπορώ. Το είμαι και το εύχομαι. Οι αναβολές, οι ανοικοδομήσεις, οι υποσχέσεις, τα σχέδια, οι απαγορεύσεις και γύρω του το φως του ήλιου να φθίνει. Η δύση και η ανατολή. Η πατρίδα.
Για ένα Σάββατο και μια Κυριακή ακόμη...