Μαρία Μπινίκου

Μαρία Μπινίκου


"You play with what scares you and you play with what you need"

Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2012

Η φωτογραφία της χρονιάς 2011




Η Αραβική Άνοιξη...βραβευμένη ως η φωτογραφία της χρονιάς 2011.

(Υεμένη, 15 Οκτ. 2011)
"Σε δημοσίευμα του BBC μιλάνε οι δύο πρωταγωνιστές της φωτογραφίας για την ιστορία πίσω από την εικόνα, η Fatima al-Qaws και ο γιος της Zayed.Η Fatima al-Qaws, μητέρα του Zayed εξηγεί:"Την ημέρα εκείνη, στις 15 Οκτωβρίου 2011, υπήρχαν διαδηλώσεις και οι διαδηλωτές δέχτηκαν επίθεση...ο γιος μου έβγαινε πάντα στις διαδηλώσεις και μια φορά στο παρελθόν είχε πληγωθεί. Έτσι πήγα στο νοσοκομείο.
    Κοίταξα μεταξύ των νεκρών και των τραυματιών. Έκανα πολλές φορές τον γύρο του νοσοκομείου και τελικά τον βρήκα σε μια μικρή αίθουσα, όχι μακριά από το τζαμί.Ανέπνεε με δυσκολία και ήξερα ότι είχε πάθει ασφυξία από τα δακρυγόνα που ρίχνονταν νωρίτερα. Τον πήρα και τον κράτησα στην αγκαλιά μου. Δεν ήξερα τι είχε συμβεί. Επειδή είχε τραυματιστεί στο παρελθόν ήμουν πολύ ανήσυχη.Δεν γνώριζα τι συνέβαινε γύρω μου. Η μόνη μου ανησυχία μου ήταν ο γιος μου. Ίσως υπήρχαν άνθρωποι τριγύρω, αλλά η μόνη μου έγνοια ήταν αυτός. Ήμουν πολύ αναστατωμένη, αλλά ταυτόχρονα σκεφτόμουν ότι ο γιος μου είχε γίνει μάρτυρας, όπως όλοι οι άλλοι μάρτυρες της Υεμένης, όλοι οι νέοι άνθρωποι που είχαν πέσει...
     Με ρωτούν συχνά "Κλαίγατε κάτω από το πέπλο σας; Κλαίγατε όταν είδατε τον γιο σας;". Η πραγματικότητα ήταν ότι έκλαιγα διότι ήμουν ευτυχής επειδή ήταν ακόμα ζωντανός και μπορούσε να σωθεί.Χαίρομαι όταν βλέπω αυτή την εικόνα. Με χαροποιεί επίσης το γεγονός ότι μια εικόνα σαν κι αυτή κέρδισε ένα τόσο σημαντικό βραβείο. Με κάνει υπερήφανη. Περήφανη που είμαι γυναίκα και μητέρα. Και υπερήφανη που είμαι από την Υεμένη. "
                                                Από Στέφανος Νικήτας | News247.gr 

Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2012

Παιχνίδια στην παλίρροια


Ακτή.
Λεπτά μετά τη δύση του ήλιου.
Ακούγεται το κύμα καθώς χτυπά τα βράχια. Από μακριά ξεχωρίζει βαθύς ο ήχος του τσέλο.
          Πάνω στα βότσαλα με τα πόδια προς τη δύση και το κεφάλι στην ανατολή , ξαπλωμένη μια γυναίκα. (...) Δεμένη σφιχτά με χοντρό καραβίσιο σχοινί, σφηνωμένο επιδέξια σε μεταλλικούς κόμπους που χάνονται ανάμεσα στα μεγάλα χαλίκια. Έχει τα μάτια κλειστά. Ανασαίνει βαθιά. Καθώς το κύμα σκάει κοντά στα πόδια της , τεντώνει τα δάχτυλα σαν να γυρεύει να τη φτάσουν οι ψυχρές αλμυρές σταγόνες.
          Κουτσαίνοντας εμφανίζεται ένας άνδρας. (...) Κρατά σβηστό τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλα του αριστερού χεριού. (...)Κάτω απο τη δεξιά του μασχάλη ακουμπά μια μεταλλική πατερίτσα. Στηρίζεται στο δεκανίκι χαλαρώνοντας τη ραχοκοκαλιά του ώστε να γείρει ολόκληρος στα δεξιά. Στέκεται στο ενάμισι μέτρο απο τη γυναίκα.
Το τσέλο κορυφώνει.
Άνδρας: «Καλησπέρα»
Γυναίκα: «Καλησπέρα». Ανοίγει τα μάτια της.
Άνδρας: «Είσαι ώρα εδώ;»
Γυναίκα: « Αρκετή...»
Άνδρας: « Έχεις φωτιά;».
Γυναίκα: « Χαμηλά στα πόδια μου. Θα βρεις ένα κουτάκι σπίρτα. Είναι καιρό εκεί. Δεν ξέρω αν ανάβουν ακόμη...».
          Ο άνδρας σπρώχνει το μεταλλικό του στήριγμα με τον αγκώνα προς την παλάμη. Κρατώντας το σφιχτά σκύβει λυγίζοντας το δεξί του γόνατο. Έντονες ρυτίδες σχηματίζονται γύρω απο τα μάτια καθώς τα κλείνει από την έντονη προσπάθεια για να φτάσει το μικρό , ξύλινο κουτί.
Άνδρας: « Μου κάνουν»
          Πιάνει το κουτί. Προσπαθεί με το πρώτο. Επιχειρεί με το δεύτερο. Ανάβει τελικά με το τρίτο.
Άνδρας: « Σ’ ευχαριστώ»
          Ξανακλείνει τα μάτια της. Εκείνος με αναμμένο τσιγάρο επανέρχεται στην αρχική του στάση και τρεκλίζοντας έρχεται πιο κοντά της.
Γυναίκα:  «Όχι πολύ κοντά. Μ’ ενοχλεί ο καπνός»
Άνδρας: «…»
           Με δυσκολία κινώντας την πατερίτσα ανάμεσα στα βότσαλα απομακρύνεται.
Γυναίκα:  « Τ’ όνομα σου;»
Άνδρας: «…»
Γυναίκα:  « Τ’ όνομα σου;»
Άνδρας: «Φωτεινός!»
Γυναίκα: «Κυβέλη…»
          Ανταλλάσσουν βλέμματα.
Γυναίκα: «Έχεις νερό;»
          Την κοιτά πιο προσεκτικά σαν να την περιεργάζεται με το βλέμμα.
Άνδρας: « Χρειάζεσαι μαχαίρι;»
Γυναίκα: « Νερό…»
Άνδρας: «…δεν έχω!»
Γυναίκα: « Πώς φαντάστηκες οτι χρειάζομαι μαχαίρι;»
Άνδρας: « Είδα τα σχοινιά.»
Γυναίκα: «Κι εγώ είδα την αγωνία σου καθώς κοίταζες τον ουρανό...πού θέλεις να πάς;»
Άνδρας: « Μακριά.»
Γυναίκα: «Κι εγώ»
Άνδρας: «Δεν το νομίζω πως θα μπορέσεις να πάς πολύ μακριά χωρίς μαχαίρι...»
          Στρέφει το βλέμμα στο έδαφος. Το τσιγάρο του έχει σβήσει και το πετά.
Γυναίκα: «Κι εγώ δεν το νομίζω να μπορέσεις να πας μακριά μ’ ένα πόδι!»
          Η φωνή της ακούγεται σαν σφύριγμα.
Άνδρας: «Πώς το ξέρεις;»
Γυναίκα: «Γιατί δεν κάθεσαι;».
Άνδρας: «Μπορώ!»
Γυναίκα: «...αλλά δεν θα ξανασηκωθείς!»
          Κλείνει τη φράση με το ίδιο σφύριγμα.
Άνδρας: «Ίσως…»
Γυναίκα: «Ίσως κι εγώ να μη χρειάζομαι μαχαίρι!»
          Γυρνά και την κοιτά στα μάτια.
Άνδρας: «Ποιός σ’ έδεσε;»
          Κλείνει τα μάτια.
          Της γυρνά την πλάτη κι απομακρύνεται με κόπο στηριζόμενος στο δεκανίκι που αβέβαια μετακινείται τρίζοντας και σχεδόν γλιστρώντας πάνω στα σκληρά βότσαλα.
Άνδρας: «Τι κάνεις εδώ; Εγώ σου εξήγησα.»
Γυναίκα:  «Ότι μετράς τα σύννεφα...»
Άνδρας: « Ναι!»
Γυναίκα:  «Εγώ τα κύματα»
Άνδρας: « Γιατί;
Γυναίκα: «Για να φύγω…»
Άνδρας: «Άρα μοιάζουμε σε κάτι.»
Γυναίκα: «Ίσως»
Άνδρας :«Ίσως όχι...Τι δουλειά κάνεις Κυβέλη;»
Γυναίκα:  « Καμία»
Άνδρας: « Άν δούλευες;»
 Γυναίκα: «Ζωγραφίζω…»
Άνδρας: « Κι εγώ!»
Γυναίκα: «Ζωγραφίζεις;»
Άνδρας: «Ντύνω με μουσική.»
Γυναίκα: «Αυτή είναι η δουλειά σου;»
Άνδρας: «Ναι»
Γυναίκα: « Και τι κάνεις εδώ;»
Άνδρας: «Εμπνέομαι, όπως κι εσύ;»
Γυναίκα:: «Όχι»
Άνδρας: «Αλλά...»
Γυναίκα: «Περιμένω το κύμα! Σου το ξανάπα, δεν μ’ αρέσει να επαναλαμβάνομαι!»
Άνδρας: « Γι’ αυτό δε χρειάζεσαι μαχαίρι; ‘Εχεις την παλίρροια;»
Γυναίκα: « Ίσως»
Άνδρας: «Κρίμα.»
Γυναίκα: « Κι εσύ πού το ξέρεις;»
Άνδρας: «Ποιό;»
Γυναίκα: «Το κρίμα!»
Άνδρας: «Το φαντάζομαι.»
Γυναίκα: « Λυπάσαι για κάτι που απλά το φαντάζεσαι;»
Άνδρας: « Σ’ ενοχλεί;»
Γυναίκα: « Ναι…»
Στρέφει το κεφάλι της πρός την αντίθετη πλευρά.
Άνδρας: «Τι μπορώ να κάνω;»
Γυναίκα: « Δέσου μαζί μου»
Άνδρας: «Φοβάμαι…»
Γυναίκα: «Τι;»
Άνδρας: «Τον καιρό»
Γυναίκα: «Ποιόν καιρό φοβάσαι;»
Άνδρας: «Το Νοτιά. Με την υγρασία του με πνίγει. Ασφυκτιώ»
 Γυναίκα: « Όλους τους καιρούς να τους φοβάσαι, αλλά τι σημασία έχει;»
Άνδρας: «Γιατί;»
Γυναίκα: «Γιατί τελικά φοβάσαι.»
Άνδρας: «Σε πειράζει;»
Γυναίκα:  «Λίγο.»
Άνδρας: «Άρα;»
Γυναίκα:  «Δεν θέλω να με πειράζει !»
Άνδρας: «Τι σημαίνει αυτό;»
Γυναίκα: «Πως θέλω να μείνεις μαζί μου κι εσύ τ’αρνείσαι.»
Άνδρας: «Πείσε με.»
Γυναίκα: «Δεν ξέρω αν μπορώ.»
Άνδρας: «Προσπάθησε»
Γυναίκα: «Έχω μαχαίρι. Αν φοβηθείς μπορείς να λυθείς και να φύγεις».
Άνδρας: «Δε φεύγω . Έχω πολλά να σου πω.»

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2012

41 Μέρες

"Τους πρώτους μήνες της δικτατορίας, η Κίττυ Αρσένη, 29 χρονών, ηθοποιός , συλλαμβάνεται λόγω των αντικαθεστωτικών της φρονημάτων. Οδηγείται στα γραφεία της Υποδιεύθυνσης Γενικής Ασφάλειας  Αθηνών στην οδό Μπουμπουλίνας 18. Φυλακίζεται, ανακρίνεται, βασανίζεται . Τελικά θα αφεθεί ελεύθερη με αναστολή, λόγω μιας αμνηστείας "βιτρίνα" των Συνταγματαρχών. Με τη βοήθεια φίλων και ομοιδεατών φεύγει απο τη χώρα παράνομα με σκοπό να καταθέσει στην Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης. Ήταν η πρώτη περίπτωση κρατουμένου που μπορούσε να καταθέσει ότι είχε υποστεί ο ίδιος βασανιστήρια"απο το πρόγραμμα της παράστασης.


Η παράσταση αποδίδεται παράλληλα στην ελληνική νοηματική και ομιλούμενη γλώσσα.
Πρόκειται για ό,τι καλύτερο έχω δει τα τελευταία χρόνια.  Σκηνογραφία- μουσική -φωτισμοί, εξαιρετικά. Ηθοποιοί ερασιτέχνες που όμως εργαζόμενοι πολύ σκληρά (πρόβες έξι μηνών!)και υπο την καθοδήγηση άξιων συντελεστών κατάφεραν να μεταφέρουν όλη τη δύναμη και την ουσία του κειμένου της Κίττυς Αρσένη. 


Θέατρο Κωφών Ελλάδος
πρωτότυπη μουσική:Κωνσταντίνος Β
17 Φεβρουαρίου - 1 Απριλίου
Σαχτούρη 8-10, Ψυρρή (πλ. Κουμουνδούρου)
τηλ. επικοινωνίας 6945390799

Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2012

Σφουγγαράκης

 (σκηνούλα, άσκηση για μονόπρακτο-χωρίς τις σκηνικές οδηγίες)

Σφουγγαράκης 

Στην πόρτα προβάλλει μια γυναίκα. Γυμνή σκουπίζει τα κοντοκουρεμένα μαλλιά της με λευκή χοντρή πετσέτα.
Αναστασία: «Ακόμα έτσι είσαι; Σήκω γαμώ το κέρατο μου!»
Βάσω: «Ζει μες τη θάλασσα σε ανανά...»
            Ξυπόλυτη διασχίζει το δωμάτιο και τραβά την ξαπλωμένη απο τα πόδια.
Αναστασία: « Γαμώ τον Μπόμπ και τα σφουγγαράκια...Σή-κω!»
Βάσω: «Πάρε ένα ψάρι και πάμε κοντά...»
Αναστασία: « Ποιό ψάρι; Ποιό ψάρι την τρέλα μου μέσα που θα μας φάνε τα ψάρια αν σ’ εμφανίσω έτσι στην εκκλησία...Πάλι στα παιδικά το ξέχασες; Το κέρατο μου!»
Βάσω: «Τετραγωνοπαντελονής
Αναστασία: «Τί αηδίες θεέ μου... «
            Την πλησιάζει και απομακρύνεται αμέσως.
            »...και πώς μυρίζεις έτσι ρε αγάπη! Ψαρίλα σκέτη!«
            Την αφήνει και ψάχνει στο σάκο που είναι πεταμένος πλάι στο κρεβάτι.
            » Ας βάλω τουλάχιστον εγώ ενα βρακί γιατί φαντάζομαι τις χαρούλες που θα κάνει ο αδερφός σου αν μας κάνουν οι κόρες του τσακωτές στο παρατρία του γάμου!»
Βάσω: «Ζει μες τη θάλασσα σε ανανά...»
Αναστασία: «Στη θάλασσα ναι, πες τα του Γερμαναρά  αυτά να χαρεί που τιμάς το χώρο εργασίας του ... Κάτω είναι ,αγκαλιά με το θειό σου και πίνουν μπύρες με τους κουβάδες, τους ακούς; Ούτε που πρόσεξαν πως μπήκα!»
Βάσω: «Ο Μπόμπ σφουγγαράκης!»
Αναστασία: «Ούτε ο σφουγγαράκης , ούτε ο μάστορας , ούτε ο αρχιμαφιόζος... δε μας σώζουν! Σήκω!»
            Την πιάνει απο τα χέρια και την τραβά. Η δεύτερη αναμαλλιασμένη, ρεύεται δύο φορές και ξεσπά σε δυνατά γέλια.
Βάσω: «Ποιός είναι; Ποιός είναι; Ο Μπόμπ σφουγγαράκης!»
Αναστασία: «Ο Φρέντερικ ο παιχταράς είναι και σε παντρεύεται σε μισή ώρα! Σήκω, σήκω την τρέλα μου που ήπιες πρωί πρωί όλο το Βόσπορο! Έλα, έλα καλή μου «
            Πλησιάζει ξανά και δοκιμάζει να τη σηκώσει παίρνοντας τη αγκαλιά.
»Έλα θησαυρέ μου. Έλα κάβλα μου. Σήκω ,που πρήστηκες και γίνηκες πρωί πρωί σα λουκάνικο φρανκφούρτης απ’τα ξίδια!
Βάσω: «Κίτρινος είναι και είναι μπελάς
Αναστασία: «Μπελάς, μπελάς που με βρήκε...»
            Σηκώνονται. Παραπατούν και πέφτουν μαζί στο πάτωμα.
Βάσω: «Πάρε ένα ψάρι και πάμε κοντά... «
Ρεύεται .
            »...να δούμε ένα σπόγγο μες τα νερά.
Αναστασία: «Βρωμάς κάβλα μου. Βρωμάς σαν τον μπάρμπα μου το Χρήστο που δεν άφηνε καραφάκι για καραφάκι. Ούζο κι εσύ; Ούζο; Τόσα σικ ποτά πίνουν στις ταινίες οι μέλλουσες νύφες. Ούζο;»
Βάσω: «Τι είναι αυτό που ακούγεται;»
            Προσπαθούν να σηκωθούν.
Αναστασία: «Ο μαλάκας ο γαμπρός που σου βρήκα είναι. Αυτός που ψωνίσαμε για να στην κάνει τη δουλειά!»
Βάσω: «Πες του μαλάκα...»
Φωνάζει.
Αναστασία: «Σσσς. Σκάσε κάβλα μου!»
Βάσω: «Πες του μαλάκα , να πάει να γαμηθεί
Αναστασία: «Όχι αλλού αγάπη μου, όχι αλλού. Ξέρεις πόσο την πληρώσαμε την ξερή του για να τον στείλουμε αλλού να την απλώσει;»
Βάσω: «Είναι, είναι...»
Αναστασία: «Αγοραστός πουλάκι μου, παλτό, πώς το λένε;»
Βάσω: «Να τραβήξει μια μαλακία και να μου τη στείλει σε μπουκαλάκι! «
            Ξαναπέφτει κάτω.
»Δεχόμαστε ταχυδρομικά και κατ’οίκον παράδοση... Ζεί μες τη θάλασσα σε ανανά...»
Αναστασία: «Πώς θα σε κάνω νύφη, μου λες;»
Βάσω: «Τετραγωνοπαντελονής! «
            Σηκώνονται ξανά και τραβούν τα πόδια τους πρός το μπάνιο.
» Αυτές οι αγριοφωνάρες του πουτσαρά μου είναι;»
Αναστασία: «Καλά, δε στο εγγυόμαι...»
Βάσω: «Να μου τη στείλει φωτογραφία!»
            Την αγκαλιάζει και τη φιλά.
Αναστασία: «Κάτσε κάβλα μου... Α, ρε Σωτήρη, που αν συναντηθούμε ποτέ στον άλλο κόσμο , απ’τη βλαστήμια που σου’χω ρίξει από την ώρα που η προκομμένη μας άνοιξε τη διαθήκη , κατευθείαν σαπούνι θα με κάνουν οι δικοί σου. Ποιά καζάνια και μαλακίες...»
Βάσω: «Δεν τον θέλω Τασούλα μου. Δεν τον θέλω τον ψαρά!»
Αναστασία: «Δεν είν’ ψαράς ο άνθρωπος αγάπη μου! Ρέγγες , διαφημίζαμε!Σκιέρ είναι. Αθλητής! Θυμάσαι; Το γκομενάκι με τις πλάτες... το λαδωμένο...που περνούσε πίσω απο την τουρίστρια που έτρωγε ρέγγα...»
Βάσω: «Τί να τον κάνω Τασούλα μου; Εγώ εσένα θέλω!»
            Την ξαναβουτάει. Φιλιούνται με πάθος. Της βγάζει το σουτιέν.
Αναστασία: «Ρε μανία! Τώρα θα το κάνουμε βρε ψυχή μου;Στο παρατέταρτο; Έχουμε γάμο μπροστά μας!»
Βάσω: «Θέλω να πιώ!»
            Της ξεφεύγει και πάει πρός το κρεβάτι. Την πιάνει απ’ τα μαλλιά. Πετά τη ρόμπα στο πάτωμα και μπαίνουν στο μπάνιο. Ακούγεται το νερό να τρέχει με δύναμη.
Βάσω:: «Παγωμένο!»
Αναστασία :«Έτσι, να τη φας και να’ ναι κρύα!»
Βάσω: «Τον ακούω! Πες του να σκάσει!»
Αναστασία: « Άγρια γλώσσα τα γερμανικά Βασούλα μου
Βάσω: «Μμμμ λες...»
Αναστασία: «Μην ξερογλείφεσαι μωρό μου. Για ένα βράδυ τον πληρώσαμε. Μία που θα μπεί ,μία που θα βγεί. Μη γλυκαθείς και θυμηθείς τα φοιτητικά στη Λάρισα!»
Βάσω: «Παρτούζα ήτανε...»
Αναστασία: «Καλό το κοκταίηλ αλλά σε γύρους σε χαλάει...»
            Η βρύση κλείνει. Βγαίνουν έξω . Την κρατά τυλιγμένη στην πετσέτα.Σχεδόν ψιθυρίζει.
Βάσω: «Ζει μες τη θάλασσα σε ανανά!»
Αναστασία: «Άντε να σε ντύσω τώρα...»
Βάσω: «Ναι, ναι, ντύσε με...»
Αναστασία: «Ντύ-σω. Ντύσω. Κάβλα μου εσύ! Γαμώ τους γάμους και τα μωρά! Βρε μήπως βγάζω με τα χέρια τα ματάκια μου!»
            Την ξαπλώνει στο κρεβάτι κι αρχίζει να ψάχνει ένα ένα τα συρτάρια κι έπειτα τις ντουλάπες.
Βάσω: «Ζει μες τη θάλασσα σε ανανά...ο Μπόμπ σφουγγαράκης...κίτρινος είναι και είναι μπελάς...ο Μπόμπ σφουγγαράκης...»
Αναστασία: «Θα το πάθω το εγκεφαλικό! Τι θα φορέσεις γαμώτο; Όλη η Πάτρα θα είναι στο γάμο! Κομμώτρια και θα σκάσεις σαν να’χεις περάσει το βράδυ στο κρατητήριο;»
Βάσω: «Ξεβράκωτη θα πάω! Να με βλέπεις και να λιγουρεύεσαι!»
Αναστασία: «Άκου να σου πω κούκλα μου, δεν έκανα εγώ διακόσια οχτώ χιλιόμετρα με τη μηχανή , να μου γίνει το κεφάλι...»
Βάσω: «Ο Μπόμπ σφουγγαράκης»
Αναστασία: «...ναι, σαν του Μπόμπ σφουγγαράκη...»
Βάσω: «Πες του να σκάσει. Πες του να σκάσει! Κωλογερμανοί φασίστες!»
Αναστασία: «...για να προλάβω το μυστήριο ,που ανάθεμα την ώρα που συμφωνούσα σ’αυτή την παράνοια, ενώ εσύ θα μου παριστάνεις το Ρωσιδάκι του στούντιο δώδεκα!»
Βάσω: «Και να τό’χανα το σπίτι;»
Αναστασία: «Ναι, μη χάσουμε, μεζονέτα στα Ψηλά Λώνια! Χεστήκαμε! Θα’χαμε την ησυχία μας τουλάχιστον! Κυψέλη κυρία μου, Κυψέλη που δε μας βλέπει και κανείς! Πακιστανοί, Ρουμάνοι και μπουρδέλα, άντε και κανένας χρυσαυγίτης!»
Βάσω: «Αφού τους φοβάσαι αυτούς!»
Αναστασία: «Ναι, όσο να’ναι. Μόνο στις τσόντες τις γουστάρουν τις λεσβίες αυτοί! Οι Ελληνίδες είναι μάνες και πατριώτισσες! Λες και το μουνί αγιάζεται μόνο με πούτσα!»
Βάσω: «Δεν ξέρουν τι χάνουν...»
Αναστασία: «Ναι κάβλα μου, δεν ξέρουν τι χάνουν...Να σε ντύσω νύφη τώρα γιατί τον βλέπω τον αδερφούλη σου να φτάνει αεροπορικώς στην ΑχαΪα για να το φχαριστηθεί το ρεζιλίκι μας!
Βάσω: «Δεν έχει αεροδρόμιο... ο Μπόμπ σφουγγαράκης...»
Αναστασία: «Ελικόπτερο θα προσγειώσει στα Βραχνέικα ο Παλαιοκώστας ο Θανασάκης! Που αν ποτέ του το σφυρίξουνε πως του τον έστησες το γάμο για να το πάρεις το σπιτάκι...»
Βάσω: «Μεζονέτα αγάπη μου, στα Ψηλά Λώνια!»
Αναστασία: «Ναι ψώνιο μου,ναι. Κάτσε να φτάσουμε στον Αγ’Αντρέα γιατί δε σε βλέπω να παίρνεις ούτε σπίτι , ούτε μετρητά!
Βάσω: «Πρέπει να κάνω και παιδάκι...»
Αναστασία: «Ξεχνιέται αγάπη μου, ξεχνιέται; Μαύρη Παρασκευή ...γαμώ τις κληρονομιές μου...Θα το βάλεις το ρημάδι να σου στεγνώσω τα μαλλιά;»
Βάσω: « Στέγνωσε κι η ψυχή μου...Δεν τον θέλω! Πες του το του μαλάκα! Πες του να πάει...»
Αναστασία: «Όχι, όχι!»
Βάσω: «Α, ναι, όχι ,όχι είπαμε! Κοστίζει ακριβά η μαλακία.»
Αναστασία: «Μπράβο!Είδες που μαθαίνεις σιγά σιγά;»
            Πιάνει το λευκό φουστάνι που κρέμεται στον καλόγηρο, πλάι στο κρεβάτι. Προσπαθεί να της το περάσει από το κεφάλι.
Βάσω: «Μη, μη, νομίζω θα ξεράσω.»
            Το βγάζει.
Αναστασία: «Τι θα γίνει; Σε δέκα πρέπει να είμαστε στ’αμάξι!»
Βάσω: «Αν δεν το βουλώσει ο Γερμαναράς , δεν πάω πουθενά!»
Αναστασία: «Κοίτα να συνηθίσεις
            Της το ξαναφορά.
»Γύρνα!»
            Προσπαθεί να την κουμπώσει.
Βάσω: «Μμμ. Μου θύμισες το κάμπινγκ στην Αντίπαρο...»
Αναστασία: « Ναι...στην Αντίπαρο αδελφές μου, στην Αντίπαρο...θα συγκεντρωθείς;»
Βάσω: «Πες του να σκάσει!»
            Σηκώνεται έξαλλη , πάει πρός την πόρτα και φωνάζει δυνατά.
Αναστασία: «Γαμπρέ,αν θέλεις να φας γαμοπίλαφο απόψε, κλείσε το στόμα σου για δέκα λεπτά αλλιώς δεν έχει γάμο ούτε τυράκι!»
            Κλείνει την πόρτα.
Βάσω: «Εσύ θα βάλεις κάνα φουστάνι ή θα συνεχίσεις να μου θυμίζεις τι χάνω που παντρεύομαι το γερμαναρά για ν’αποκτήσω σπίτι, παιδί και χρόνια κατάθλιψη;»
Αναστασία: «Έλα βρε κάβλα μου «
            Την αγκαλιάζει.
            » Αυτός ο βλάκας θα τα πάρει και θα την πουλέψει. Δεν θα περάσεις κι άσχημα. Δε μ’ αρέσει που το λέω αλλά ξέρουμε κι οι δύο πως δεν έπαψε να σ’αρέσει και το άλλο που και που!
Βάσω: «Ξέρεις,ε;»
Αναστασία: «Όλα τα ξέρω.»
Βάσω: «Και το παιδί;»
Αναστασία: «Μαζί θα το μεγαλώσουμε. Αφού τα’χουμε πει αυτά. Ο μπάρμπα-Σωτήρης μας γάμησε λίγο αλλά θα βγεί κι ένα καλό.»
Βάσω: «Κι αν είναι Γερμανάκι;»
Αναστασία: «Θα του κάνουμε σολάριουμ!»
Βάσω: «Δηλαδή να ντυθώ;»
Αναστασία: «Άντε βρε μωρό μου και νυχτώσαμε!»



Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2012

Ηθοποιός

"Ταυτόχρονα ερμηνευτής και δημιουργός , ο ηθοποιός απασχόλησε και απασχολεί θεατρολόγους , φιλοσόφους, κοινωνιολόγους, ψυχολόγους. Γιατί πραγματικά υπάρχει κάτι το αινιγματικό και δυσεξήγητο στο φαινόμενο της ηθοποιίας. Αυτός ο άνθρωπος , που την ορισμένη ωρα εξίσταται, απεκδύεται την ταυτότητα του και υιοθετεί μιάν άλλη , που βγαίνει(κυριολεκτικά)απο τα ρούχα του για να μπεί στα κουρέλια του ζητιάνου,την πορφύρα του βασιλιά, το ράσο του ιερωμένου, τη στολή του πολεμιστή, αποτελεί μυστήριο. Είναι ένας και γίνεται πολλοί, είναι αυτός και γίνεται άλλος. Και το μυστήριο είναι ακόμα μεγαλύτερο επειδή ούτε στιγμή δεν "χάνει"τον εαυτό του, επειδή ο ίδιος οργανώνει συνειδητά τη μεταμόρφωση του."
Νικηφόρος Παπανδρέου, Περι Θεάτρου, University Studio Press

Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2012

Χαιρετώ!
 Δεν μου άρεσε ποτέ ο μονόλογος...περιμένω ν'ακούσω τα σχόλια και τις παρατηρήσεις σας! Τα κείμενα είναι όσα και οι αναγνώστες τους. 
Γράφουμε, δημιουργούμε, ανησυχούμε και προχωρούμε!

Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2012

Δεν την παλεύω


Δεν την παλεύω

«Έχω κουραστεί φίλε μου... δεν την παλεύω...τρείς νύχτες για να φτάσω στο προσκέφαλο του κρεβατιού...το καταλαβαίνεις; Τρείς νύχτες κι ακόμη δεν άκουσες τίποτα! Μόλις που φτάνω δίπλα της ,κάτι γίνεται και βρίσκομαι μέτρα μακριά. Δεν την παλεύω...ουφ, κάτσε λίγο να ξαποστάσω , να εκεί, βλέπω μια ζάρα πάνω στο κάλυμα! «
(Σκοτάδι. Το πρόσωπο δε διακρίνεται καθαρά. Κάθεται σε μια προεξοχή του εδάφους. Σκουπίζει το μέτωπο στα μανίκια του. Ανασαίνει βαθιά.)
»Κούρασηη...Λοιπόν, τι λέγαμε; Α ναι , ελπίζω να τα καταφέρω απόψε. Χτές παραλίγο να προλάβω αλλά το κέρατο, το ξυπνητήρι της, χτύπησε νωρίτερα! Είμαι σίγουρος πως ήταν νωρίτερα.Δεν είχε τέτοιο φως όταν ξυπνούσε. Λοιπόν, παραλίγο που λες... πάνω που πλησίαζα , τόσο κοντά που πιανόμουν απο τα μαλλιά της για να κρατηθώ όρθιος, ακούω αυτό το θανατηφόρο κουδούνισμα να μου τρυπάει το κρανίο. Τρομερός ήχος! Τι να σου λέω... Έπεσα λιπόθυμος στο μαξιλάρι, κατρακύλησα γιατί έχει βάλει κι αυτά τα καινούρια σατεν σεντόνια, και βρέθηκα μεταξύ στρώματος και πλαινού δοκαριού. Ξύπνησα απο το κρύο. Έχεις ιδέα πόσο κρύα είναι αυτά τα σιδερένια δοκάρια; Χίλιες φορές βλαστήμησα που την άφησα να πάρει τέτοιο κρεβάτι! Ακουμπούσα σ’ αυτή την καταραμένη , ψυχρή επιφάνεια κι έκλαιγα φίλε μου, δεν ντρέπομαι να το πω. Την έβλεπα να ντύνεται...τόσο υπέροχη , τόσο μακριά, τόσο απειλητικά τεράστια μπροστά μου, κι έκλαιγα...δεν την παλεύω σου λέω «
(Σκύβει το κεφάλι. Μένει σιωπηλός για λίγο. Σηκώνεται απότομα όρθιος και καθώς ξεκινά πάλι να μιλά, χειρονομεί έντονα.Έχει το κεφάλι σταθερά προσανατολισμένο σε συγκεκριμένη κατεύθυνση χωρίς όμως να υπάρχει κάτι εμφανές στο σημείο αυτό)
» Θα τα καταφέρω απόψε, είμαι σίγουρος! Όσο την ακούω να κοιμάται τόσο το χαίρομαι πως θα προλάβω να της μιλήσω σήμερα! Τρείς νύχτες φίλε μου παιδεύομαι να φτάσω στ’ αυτιά της . Δεξί, αριστερό δεν με νοιάζει. Μόνο να μ’ ακούσει, πως είμαι εδώ , πως δεν έφυγα, πως κοιμάται δίπλα μου κάθε βράδυ. Κι ας της φανεί παράλογο, κι ας νομίζει πως τρελαίνεται.Θα τον βρώ εγω τον τρόπο να την πείσω πως δεν παραλογίζεται .«
(Σφίγγει τις γροθιές του και κοιτάζει ψηλά. Φορά ανοιχτόχρωμες πυτζάμες με σκούρες λεπτές ρίγες.Το άσπρο των ματιών του ξεχωρίζει στο σκοτάδι)
»Πώς είναι νομίζεις να κοιμηθεί το βράδυ με τον άντρα της και να ξημερωθεί μόνη; Εδώ είμαι κι απόψε θα της το πω!Ελπίζω να τα καταφέρω όμως...είναι κι αυτή η ατυχία...αργά ή γρήγορα γίνεται πάντα το χειρότερο«
(Προχωρά αργά στην ίδια κατεύθυνση που είχε στην αρχή.)
            » Προχθές, το κατάλαβα πως κάτι θα συνέβαινε. Δεν πρόλαβα να την προειδοποιήσω. Στριφογύριζε μέσα στα όνειρα κι ούτε που παρατηρούσε πως χανόμουν αργά απο δίπλα της. Δεν θα τον έλεγα και βαρύ τον τσακωμό. Μπά, είναι απο αυτά τα καβγαδάκια που στο τέλος της μέρας έχεις ξεχάσει πως υπήρξαν...αρκεί να προλάβεις να λύσεις τη διαφωνία, να ξεκαθαρίσεις βρε αδερφέ τη θέση σου...(παύση με διάρκεια).Δεν την παλεύω καθόλου διάολε μ’ αυτή την κωλοκατάσταση...«
            (Περπατά πιο γρήγορα)
»Ξεκίνησε σαν συνηθισμένη παρεξήγηση και κατέληξε σύραξη! Τι να σου πω! Κι αυτή ρε φίλε μου , να μου το ανακοινώσει τόσο ξερά... εντάξει δε λέω ήμουν απότομος αλλά δεν το λένε τόσο ξερά πως θα μεγαλώσουμε την οικογένεια...Αντίδραση της στιγμής ήταν! Άντε να το μαζέψω μετά, έξαλλη την έκανα με τις μαλακίες που της είπα...το μετανιώνω ... «
( Μειώνει την ταχύτητα στο βάδισμα του.Σφίγγει τις γροθιές και κοιτάζει πρός την πλευρά που έρχεται ένα αδύναμο φώς)
»Πρέπει οπωσδήποτε να προλάβω απόψε. Δεν σου το είπα αλλά απο τότε που έχασε τον πατέρα της το φοβάται το σκοτάδι. Χτες άκουσα καθαρά το κλαμα μέσα στο μαξιλάρι.Για ‘μένα ,για το μωρό ,δεν ξέρω αλλά μόλις μάθει πως είμαι εδώ και το θέλω το μυξιάρικο, όλα θα τελειώσουν!
 (Κοντοστέκεται. Μπροστά του υψώνεται ένας λόφος.)
» Το βράδυ που ξεκίνησαν όλα , η κουρτίνα με γλίτωσε! Ναι, όσο απίστευτο κι αν ακούγεται ,αυτή μου έκοψε τη φόρα αλλιώς θα είχα κολλήσει στο τζάμι σαν κοινή μύγα. Μόλις συνειδητοποίησα πως είχα μετατραπεί σ’ ένα λιλιπούτειο ανθρωπάκι , σύρθηκα ως τον ώμο κι απο εκεί κατηφόρισα στους καρπούς της . Τι να σου πώ, έτσι μου’ ρθε...στην απελπισία του ο καθένας...Λοιπόν, φαίνεται πως τη γαργάλησα καθώς στιφογύριζα γύρω απο τα δάχτυλα της και μέσα στον ύπνο τίναξε το χέρι και με πέταξε στην άλλη άκρη, στις κουρίνες δηλαδή.Ως εκεί έφτασε η χάρη μου! Τι έκανα μετά; Έπεσα στο πάτωμα. Μέχρι ν’ ανέβω ξανά στο κρεβάτι χτύπησε το ξυπνητήρι. Πού να με δεί φίλε μου, πανικόβλητος έτρεχα να προλάβω μην με λιώσει κάτω απο τiς παντόφλες της! Έπεφταν τα ρούχα  στο έδαφος κι ακούγονταν σαν βόμβες που σκούσαν πάνω απο το κεφάλι μου. Ανατρίχιασα. Κρατούσα κλειστά τ’ αυτιά μου και έρποντας μπήκα κάτω απο το κρεβάτι. Μ’ εκείνο το πρωινό φως που ξεχείλιζε απο παντού κόντεψα να χάσω τα μάτια μου! Αδύνατο να το αντέξω. «
(Χαμογελά και παραμένει σιωπηλός. Ο λόφος που φαινόταν μπροστά του αλλάζει σχήμα και μετατρέπεται σε ελαφρά ανηφορικό μονοπάτι)
                  » Βλέπει όνειρο! Έχω τόσο καιρό να τη δώ χαρούμενη! Όλο προβλήματα, τσακωμοί, φασαρίες... Έχασε τη δουλειά της και για να το διασκεδάσει έλεγε σ’ όλους πως βρήκε το χρόνο που της έλειπε. Θηρίο στο κλουβί γίνηκε. Νόμιζε πως θα ’ταν καλύτερα...και βρέθηκε να πλένει πιάτα και να ξεσκονίζει. Ποιός θα έφταιγε μετά;Επόμενο δεν ήταν; Είχαμε τρείς βδομάδες να κοιμηθούμε στο ίδιο κρεβάτι! Τι με κοιτάς; Δεν ντρέπομαι να το πω.Δε μ’ άφηνε να την πλησιάσω. Φταίω κι εγώ , αλλά δεν μπορούσα να δω καθαρά τι ήθελε. Ούτε κι εκείνη.Ν’ ακούσω και ν’ ακούσει. Μόνο μιλούσαμε, μαζί κι ο καθένας μόνος του. Μόλις τα καταφέρω και βγω απ’ αυτή την ιστορία θα τη ρωτήσω, αν ήταν αληθινό εκείνο το μίσος που έπλεε μέσα στο βλέμμα της όταν διαφωνούσαμε σε κάτι. Ακόμα και για το καπάκι της λεκάνης...Θα τη ρωτήσω αλλά πρέπει να προλάβω... πριν το ξυπνητήρι «
                  (Ανεβαίνει το μονοπάτι ενω το φως πληθαίνει.Έχει μαλλιά καστανά. Τα ρούχα του σκονισμένα. Αιφνιδιαστικά το έδαφος αναταράζεται. Η ανηφόρα χάνεται. Εκείνος γλιστρά, πέφτει και παρασύρεται απο την αναστάτωση σε μια ασταμάτητη περιστροφή. Σταματά πολύ παρακάτω σ’ ένα σκοτεινό σημείο.)
                  » Ξύπνησε γαμω τη μάνα μου! Ξύπνησε! Σκατά πάλι! Δεν την παλεύω φίλε μου...( σπάει η φωνή του)...δεν την παλεύω...Θα νομίζει πως την άφησα κι έφυγα απο το σπίτι! Πως να της εξηγήσω πως έγινα μια σταλιά ανθρωπάκι και περιφέρομαι τα βράδια γύρω απο τη μαξιλαροθήκη της! Έτσι όπως ξύπνησε το επόμενο πρωινό και δεν με βρήκε δίπλα, έμοιαζε σαν να’ χα φύγει κρυφά μέσα στη νύχτα , σαν να την είχα εγκαταλείψει! ( Κλείνει τα μάτια με τα χέρια του) Δεν θα την ακούσει τη συγγνώμη μου...(Σηκώνει το βλέμμα ψηλά) Μα που πάει; «
                  (Μια αστραπή στο βάθος που την ακολουθεί εκκωφαντική βροντή)
                  » Πήγε στην κουζίνα. Δίψασε... (Στέφει το κεφάλι προς την άλλη πλευρά) Ε, φίλε, βλέπεις εκείνο το μαύρο, στην άκρη ,εκει (δείχνει με το δάχτυλο), στα πόδια του γραφείου; Είναι βαλίτσα ή μου φαίνεται;Είναι, είναι; Δεν την παλεύω...Αυτή τη φορά ,σίγουρα όχι! ( Τρίβει τα χέρια του μεταξύ τους) Αν φύγει πριν της μιλήσω, δεν θα την παλέψω... «
                  (Δεύτερη βροντή. Το φως πληθαίνει. Εκείνος πέφτει μπρούμητα στο έδαφος και με τις παλάμες κρύβει το πρόσωπο του. Μπροστά του εμφανίζεται μια γυναίκα. Έχει ξανθά μαλλιά. Τον κοιτάζει απο ψηλά σαν να τον περιεργάζεται.)
                  »Που, που πας; Περίμενε ν’ ακούσεις! Δεν έφυγα, εδώ είμαι. Δίπλα στο μαξιλάρι σου. Πάνω στο πάπλωμα. Πίσω απο το αποτύπωμα που άφησες με το γοφό σου. Μη φεύγεις! Συγχώρα με!»
                  «Γιατί κλαψουρίζεις τώρα; Μην προσπαθείς να μου αλλάξεις γνώμη... δεν μπορείς...Θα σηκωθείς; Ούτε που ξέρω πόση ώρα κάθεσαι εκεί! Ε, ο ύπνος σε πήρε;Φεύγω.»
                  «Μη φεύγεις! Συγχώρα με!»
                  «Ποτέ δε θα μπορέσω. Ξέρεις...( βγάζει το νυχτικό  κι απομένει γυμνή. Τα μαλλιά της μπλεγμένα ακουμπούν τη μέση της πλάτης της) σε σιχαίνομαι...δεν το αντέχω να μένω άλλο κοντά σου...(Φορά μπλούζα).Θέλω να τρέξω όσο πιο μακριά σου γίνεται (Φορά παντελόνι ενω τον κοιτάζει). Νόμιζες πως μόνο εσύ μπορείς να τα κάνεις αυτά; Γελάστηκες! Ροκάνησες τα χρόνια που περάσαμε μαζί και δεν άφησες τίποτα για να μοιραστούμε!(Δένει τα κορδόνια των παπουτσιών της) Τίποτε απ’ όσα θέλησα δεν τα  θέλησες μαζί μου. Έκανες το δικό σου. Οι φίλοι σου, τα ταξίδια σου , η δουλειά σου...Τελειώσαμε. Φεύγω εγώ αυτή τη φορά.»
                  «Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα...».
            «Το ξέρω, γι’ αυτό φεύγω».