Μαρία Μπινίκου

Μαρία Μπινίκου


"You play with what scares you and you play with what you need"

Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2012

Παιχνίδια στην παλίρροια


Ακτή.
Λεπτά μετά τη δύση του ήλιου.
Ακούγεται το κύμα καθώς χτυπά τα βράχια. Από μακριά ξεχωρίζει βαθύς ο ήχος του τσέλο.
          Πάνω στα βότσαλα με τα πόδια προς τη δύση και το κεφάλι στην ανατολή , ξαπλωμένη μια γυναίκα. (...) Δεμένη σφιχτά με χοντρό καραβίσιο σχοινί, σφηνωμένο επιδέξια σε μεταλλικούς κόμπους που χάνονται ανάμεσα στα μεγάλα χαλίκια. Έχει τα μάτια κλειστά. Ανασαίνει βαθιά. Καθώς το κύμα σκάει κοντά στα πόδια της , τεντώνει τα δάχτυλα σαν να γυρεύει να τη φτάσουν οι ψυχρές αλμυρές σταγόνες.
          Κουτσαίνοντας εμφανίζεται ένας άνδρας. (...) Κρατά σβηστό τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλα του αριστερού χεριού. (...)Κάτω απο τη δεξιά του μασχάλη ακουμπά μια μεταλλική πατερίτσα. Στηρίζεται στο δεκανίκι χαλαρώνοντας τη ραχοκοκαλιά του ώστε να γείρει ολόκληρος στα δεξιά. Στέκεται στο ενάμισι μέτρο απο τη γυναίκα.
Το τσέλο κορυφώνει.
Άνδρας: «Καλησπέρα»
Γυναίκα: «Καλησπέρα». Ανοίγει τα μάτια της.
Άνδρας: «Είσαι ώρα εδώ;»
Γυναίκα: « Αρκετή...»
Άνδρας: « Έχεις φωτιά;».
Γυναίκα: « Χαμηλά στα πόδια μου. Θα βρεις ένα κουτάκι σπίρτα. Είναι καιρό εκεί. Δεν ξέρω αν ανάβουν ακόμη...».
          Ο άνδρας σπρώχνει το μεταλλικό του στήριγμα με τον αγκώνα προς την παλάμη. Κρατώντας το σφιχτά σκύβει λυγίζοντας το δεξί του γόνατο. Έντονες ρυτίδες σχηματίζονται γύρω απο τα μάτια καθώς τα κλείνει από την έντονη προσπάθεια για να φτάσει το μικρό , ξύλινο κουτί.
Άνδρας: « Μου κάνουν»
          Πιάνει το κουτί. Προσπαθεί με το πρώτο. Επιχειρεί με το δεύτερο. Ανάβει τελικά με το τρίτο.
Άνδρας: « Σ’ ευχαριστώ»
          Ξανακλείνει τα μάτια της. Εκείνος με αναμμένο τσιγάρο επανέρχεται στην αρχική του στάση και τρεκλίζοντας έρχεται πιο κοντά της.
Γυναίκα:  «Όχι πολύ κοντά. Μ’ ενοχλεί ο καπνός»
Άνδρας: «…»
           Με δυσκολία κινώντας την πατερίτσα ανάμεσα στα βότσαλα απομακρύνεται.
Γυναίκα:  « Τ’ όνομα σου;»
Άνδρας: «…»
Γυναίκα:  « Τ’ όνομα σου;»
Άνδρας: «Φωτεινός!»
Γυναίκα: «Κυβέλη…»
          Ανταλλάσσουν βλέμματα.
Γυναίκα: «Έχεις νερό;»
          Την κοιτά πιο προσεκτικά σαν να την περιεργάζεται με το βλέμμα.
Άνδρας: « Χρειάζεσαι μαχαίρι;»
Γυναίκα: « Νερό…»
Άνδρας: «…δεν έχω!»
Γυναίκα: « Πώς φαντάστηκες οτι χρειάζομαι μαχαίρι;»
Άνδρας: « Είδα τα σχοινιά.»
Γυναίκα: «Κι εγώ είδα την αγωνία σου καθώς κοίταζες τον ουρανό...πού θέλεις να πάς;»
Άνδρας: « Μακριά.»
Γυναίκα: «Κι εγώ»
Άνδρας: «Δεν το νομίζω πως θα μπορέσεις να πάς πολύ μακριά χωρίς μαχαίρι...»
          Στρέφει το βλέμμα στο έδαφος. Το τσιγάρο του έχει σβήσει και το πετά.
Γυναίκα: «Κι εγώ δεν το νομίζω να μπορέσεις να πας μακριά μ’ ένα πόδι!»
          Η φωνή της ακούγεται σαν σφύριγμα.
Άνδρας: «Πώς το ξέρεις;»
Γυναίκα: «Γιατί δεν κάθεσαι;».
Άνδρας: «Μπορώ!»
Γυναίκα: «...αλλά δεν θα ξανασηκωθείς!»
          Κλείνει τη φράση με το ίδιο σφύριγμα.
Άνδρας: «Ίσως…»
Γυναίκα: «Ίσως κι εγώ να μη χρειάζομαι μαχαίρι!»
          Γυρνά και την κοιτά στα μάτια.
Άνδρας: «Ποιός σ’ έδεσε;»
          Κλείνει τα μάτια.
          Της γυρνά την πλάτη κι απομακρύνεται με κόπο στηριζόμενος στο δεκανίκι που αβέβαια μετακινείται τρίζοντας και σχεδόν γλιστρώντας πάνω στα σκληρά βότσαλα.
Άνδρας: «Τι κάνεις εδώ; Εγώ σου εξήγησα.»
Γυναίκα:  «Ότι μετράς τα σύννεφα...»
Άνδρας: « Ναι!»
Γυναίκα:  «Εγώ τα κύματα»
Άνδρας: « Γιατί;
Γυναίκα: «Για να φύγω…»
Άνδρας: «Άρα μοιάζουμε σε κάτι.»
Γυναίκα: «Ίσως»
Άνδρας :«Ίσως όχι...Τι δουλειά κάνεις Κυβέλη;»
Γυναίκα:  « Καμία»
Άνδρας: « Άν δούλευες;»
 Γυναίκα: «Ζωγραφίζω…»
Άνδρας: « Κι εγώ!»
Γυναίκα: «Ζωγραφίζεις;»
Άνδρας: «Ντύνω με μουσική.»
Γυναίκα: «Αυτή είναι η δουλειά σου;»
Άνδρας: «Ναι»
Γυναίκα: « Και τι κάνεις εδώ;»
Άνδρας: «Εμπνέομαι, όπως κι εσύ;»
Γυναίκα:: «Όχι»
Άνδρας: «Αλλά...»
Γυναίκα: «Περιμένω το κύμα! Σου το ξανάπα, δεν μ’ αρέσει να επαναλαμβάνομαι!»
Άνδρας: « Γι’ αυτό δε χρειάζεσαι μαχαίρι; ‘Εχεις την παλίρροια;»
Γυναίκα: « Ίσως»
Άνδρας: «Κρίμα.»
Γυναίκα: « Κι εσύ πού το ξέρεις;»
Άνδρας: «Ποιό;»
Γυναίκα: «Το κρίμα!»
Άνδρας: «Το φαντάζομαι.»
Γυναίκα: « Λυπάσαι για κάτι που απλά το φαντάζεσαι;»
Άνδρας: « Σ’ ενοχλεί;»
Γυναίκα: « Ναι…»
Στρέφει το κεφάλι της πρός την αντίθετη πλευρά.
Άνδρας: «Τι μπορώ να κάνω;»
Γυναίκα: « Δέσου μαζί μου»
Άνδρας: «Φοβάμαι…»
Γυναίκα: «Τι;»
Άνδρας: «Τον καιρό»
Γυναίκα: «Ποιόν καιρό φοβάσαι;»
Άνδρας: «Το Νοτιά. Με την υγρασία του με πνίγει. Ασφυκτιώ»
 Γυναίκα: « Όλους τους καιρούς να τους φοβάσαι, αλλά τι σημασία έχει;»
Άνδρας: «Γιατί;»
Γυναίκα: «Γιατί τελικά φοβάσαι.»
Άνδρας: «Σε πειράζει;»
Γυναίκα:  «Λίγο.»
Άνδρας: «Άρα;»
Γυναίκα:  «Δεν θέλω να με πειράζει !»
Άνδρας: «Τι σημαίνει αυτό;»
Γυναίκα: «Πως θέλω να μείνεις μαζί μου κι εσύ τ’αρνείσαι.»
Άνδρας: «Πείσε με.»
Γυναίκα: «Δεν ξέρω αν μπορώ.»
Άνδρας: «Προσπάθησε»
Γυναίκα: «Έχω μαχαίρι. Αν φοβηθείς μπορείς να λυθείς και να φύγεις».
Άνδρας: «Δε φεύγω . Έχω πολλά να σου πω.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου