Μαρία Μπινίκου

Μαρία Μπινίκου


"You play with what scares you and you play with what you need"

Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2012

Δεν την παλεύω


Δεν την παλεύω

«Έχω κουραστεί φίλε μου... δεν την παλεύω...τρείς νύχτες για να φτάσω στο προσκέφαλο του κρεβατιού...το καταλαβαίνεις; Τρείς νύχτες κι ακόμη δεν άκουσες τίποτα! Μόλις που φτάνω δίπλα της ,κάτι γίνεται και βρίσκομαι μέτρα μακριά. Δεν την παλεύω...ουφ, κάτσε λίγο να ξαποστάσω , να εκεί, βλέπω μια ζάρα πάνω στο κάλυμα! «
(Σκοτάδι. Το πρόσωπο δε διακρίνεται καθαρά. Κάθεται σε μια προεξοχή του εδάφους. Σκουπίζει το μέτωπο στα μανίκια του. Ανασαίνει βαθιά.)
»Κούρασηη...Λοιπόν, τι λέγαμε; Α ναι , ελπίζω να τα καταφέρω απόψε. Χτές παραλίγο να προλάβω αλλά το κέρατο, το ξυπνητήρι της, χτύπησε νωρίτερα! Είμαι σίγουρος πως ήταν νωρίτερα.Δεν είχε τέτοιο φως όταν ξυπνούσε. Λοιπόν, παραλίγο που λες... πάνω που πλησίαζα , τόσο κοντά που πιανόμουν απο τα μαλλιά της για να κρατηθώ όρθιος, ακούω αυτό το θανατηφόρο κουδούνισμα να μου τρυπάει το κρανίο. Τρομερός ήχος! Τι να σου λέω... Έπεσα λιπόθυμος στο μαξιλάρι, κατρακύλησα γιατί έχει βάλει κι αυτά τα καινούρια σατεν σεντόνια, και βρέθηκα μεταξύ στρώματος και πλαινού δοκαριού. Ξύπνησα απο το κρύο. Έχεις ιδέα πόσο κρύα είναι αυτά τα σιδερένια δοκάρια; Χίλιες φορές βλαστήμησα που την άφησα να πάρει τέτοιο κρεβάτι! Ακουμπούσα σ’ αυτή την καταραμένη , ψυχρή επιφάνεια κι έκλαιγα φίλε μου, δεν ντρέπομαι να το πω. Την έβλεπα να ντύνεται...τόσο υπέροχη , τόσο μακριά, τόσο απειλητικά τεράστια μπροστά μου, κι έκλαιγα...δεν την παλεύω σου λέω «
(Σκύβει το κεφάλι. Μένει σιωπηλός για λίγο. Σηκώνεται απότομα όρθιος και καθώς ξεκινά πάλι να μιλά, χειρονομεί έντονα.Έχει το κεφάλι σταθερά προσανατολισμένο σε συγκεκριμένη κατεύθυνση χωρίς όμως να υπάρχει κάτι εμφανές στο σημείο αυτό)
» Θα τα καταφέρω απόψε, είμαι σίγουρος! Όσο την ακούω να κοιμάται τόσο το χαίρομαι πως θα προλάβω να της μιλήσω σήμερα! Τρείς νύχτες φίλε μου παιδεύομαι να φτάσω στ’ αυτιά της . Δεξί, αριστερό δεν με νοιάζει. Μόνο να μ’ ακούσει, πως είμαι εδώ , πως δεν έφυγα, πως κοιμάται δίπλα μου κάθε βράδυ. Κι ας της φανεί παράλογο, κι ας νομίζει πως τρελαίνεται.Θα τον βρώ εγω τον τρόπο να την πείσω πως δεν παραλογίζεται .«
(Σφίγγει τις γροθιές του και κοιτάζει ψηλά. Φορά ανοιχτόχρωμες πυτζάμες με σκούρες λεπτές ρίγες.Το άσπρο των ματιών του ξεχωρίζει στο σκοτάδι)
»Πώς είναι νομίζεις να κοιμηθεί το βράδυ με τον άντρα της και να ξημερωθεί μόνη; Εδώ είμαι κι απόψε θα της το πω!Ελπίζω να τα καταφέρω όμως...είναι κι αυτή η ατυχία...αργά ή γρήγορα γίνεται πάντα το χειρότερο«
(Προχωρά αργά στην ίδια κατεύθυνση που είχε στην αρχή.)
            » Προχθές, το κατάλαβα πως κάτι θα συνέβαινε. Δεν πρόλαβα να την προειδοποιήσω. Στριφογύριζε μέσα στα όνειρα κι ούτε που παρατηρούσε πως χανόμουν αργά απο δίπλα της. Δεν θα τον έλεγα και βαρύ τον τσακωμό. Μπά, είναι απο αυτά τα καβγαδάκια που στο τέλος της μέρας έχεις ξεχάσει πως υπήρξαν...αρκεί να προλάβεις να λύσεις τη διαφωνία, να ξεκαθαρίσεις βρε αδερφέ τη θέση σου...(παύση με διάρκεια).Δεν την παλεύω καθόλου διάολε μ’ αυτή την κωλοκατάσταση...«
            (Περπατά πιο γρήγορα)
»Ξεκίνησε σαν συνηθισμένη παρεξήγηση και κατέληξε σύραξη! Τι να σου πω! Κι αυτή ρε φίλε μου , να μου το ανακοινώσει τόσο ξερά... εντάξει δε λέω ήμουν απότομος αλλά δεν το λένε τόσο ξερά πως θα μεγαλώσουμε την οικογένεια...Αντίδραση της στιγμής ήταν! Άντε να το μαζέψω μετά, έξαλλη την έκανα με τις μαλακίες που της είπα...το μετανιώνω ... «
( Μειώνει την ταχύτητα στο βάδισμα του.Σφίγγει τις γροθιές και κοιτάζει πρός την πλευρά που έρχεται ένα αδύναμο φώς)
»Πρέπει οπωσδήποτε να προλάβω απόψε. Δεν σου το είπα αλλά απο τότε που έχασε τον πατέρα της το φοβάται το σκοτάδι. Χτες άκουσα καθαρά το κλαμα μέσα στο μαξιλάρι.Για ‘μένα ,για το μωρό ,δεν ξέρω αλλά μόλις μάθει πως είμαι εδώ και το θέλω το μυξιάρικο, όλα θα τελειώσουν!
 (Κοντοστέκεται. Μπροστά του υψώνεται ένας λόφος.)
» Το βράδυ που ξεκίνησαν όλα , η κουρτίνα με γλίτωσε! Ναι, όσο απίστευτο κι αν ακούγεται ,αυτή μου έκοψε τη φόρα αλλιώς θα είχα κολλήσει στο τζάμι σαν κοινή μύγα. Μόλις συνειδητοποίησα πως είχα μετατραπεί σ’ ένα λιλιπούτειο ανθρωπάκι , σύρθηκα ως τον ώμο κι απο εκεί κατηφόρισα στους καρπούς της . Τι να σου πώ, έτσι μου’ ρθε...στην απελπισία του ο καθένας...Λοιπόν, φαίνεται πως τη γαργάλησα καθώς στιφογύριζα γύρω απο τα δάχτυλα της και μέσα στον ύπνο τίναξε το χέρι και με πέταξε στην άλλη άκρη, στις κουρίνες δηλαδή.Ως εκεί έφτασε η χάρη μου! Τι έκανα μετά; Έπεσα στο πάτωμα. Μέχρι ν’ ανέβω ξανά στο κρεβάτι χτύπησε το ξυπνητήρι. Πού να με δεί φίλε μου, πανικόβλητος έτρεχα να προλάβω μην με λιώσει κάτω απο τiς παντόφλες της! Έπεφταν τα ρούχα  στο έδαφος κι ακούγονταν σαν βόμβες που σκούσαν πάνω απο το κεφάλι μου. Ανατρίχιασα. Κρατούσα κλειστά τ’ αυτιά μου και έρποντας μπήκα κάτω απο το κρεβάτι. Μ’ εκείνο το πρωινό φως που ξεχείλιζε απο παντού κόντεψα να χάσω τα μάτια μου! Αδύνατο να το αντέξω. «
(Χαμογελά και παραμένει σιωπηλός. Ο λόφος που φαινόταν μπροστά του αλλάζει σχήμα και μετατρέπεται σε ελαφρά ανηφορικό μονοπάτι)
                  » Βλέπει όνειρο! Έχω τόσο καιρό να τη δώ χαρούμενη! Όλο προβλήματα, τσακωμοί, φασαρίες... Έχασε τη δουλειά της και για να το διασκεδάσει έλεγε σ’ όλους πως βρήκε το χρόνο που της έλειπε. Θηρίο στο κλουβί γίνηκε. Νόμιζε πως θα ’ταν καλύτερα...και βρέθηκε να πλένει πιάτα και να ξεσκονίζει. Ποιός θα έφταιγε μετά;Επόμενο δεν ήταν; Είχαμε τρείς βδομάδες να κοιμηθούμε στο ίδιο κρεβάτι! Τι με κοιτάς; Δεν ντρέπομαι να το πω.Δε μ’ άφηνε να την πλησιάσω. Φταίω κι εγώ , αλλά δεν μπορούσα να δω καθαρά τι ήθελε. Ούτε κι εκείνη.Ν’ ακούσω και ν’ ακούσει. Μόνο μιλούσαμε, μαζί κι ο καθένας μόνος του. Μόλις τα καταφέρω και βγω απ’ αυτή την ιστορία θα τη ρωτήσω, αν ήταν αληθινό εκείνο το μίσος που έπλεε μέσα στο βλέμμα της όταν διαφωνούσαμε σε κάτι. Ακόμα και για το καπάκι της λεκάνης...Θα τη ρωτήσω αλλά πρέπει να προλάβω... πριν το ξυπνητήρι «
                  (Ανεβαίνει το μονοπάτι ενω το φως πληθαίνει.Έχει μαλλιά καστανά. Τα ρούχα του σκονισμένα. Αιφνιδιαστικά το έδαφος αναταράζεται. Η ανηφόρα χάνεται. Εκείνος γλιστρά, πέφτει και παρασύρεται απο την αναστάτωση σε μια ασταμάτητη περιστροφή. Σταματά πολύ παρακάτω σ’ ένα σκοτεινό σημείο.)
                  » Ξύπνησε γαμω τη μάνα μου! Ξύπνησε! Σκατά πάλι! Δεν την παλεύω φίλε μου...( σπάει η φωνή του)...δεν την παλεύω...Θα νομίζει πως την άφησα κι έφυγα απο το σπίτι! Πως να της εξηγήσω πως έγινα μια σταλιά ανθρωπάκι και περιφέρομαι τα βράδια γύρω απο τη μαξιλαροθήκη της! Έτσι όπως ξύπνησε το επόμενο πρωινό και δεν με βρήκε δίπλα, έμοιαζε σαν να’ χα φύγει κρυφά μέσα στη νύχτα , σαν να την είχα εγκαταλείψει! ( Κλείνει τα μάτια με τα χέρια του) Δεν θα την ακούσει τη συγγνώμη μου...(Σηκώνει το βλέμμα ψηλά) Μα που πάει; «
                  (Μια αστραπή στο βάθος που την ακολουθεί εκκωφαντική βροντή)
                  » Πήγε στην κουζίνα. Δίψασε... (Στέφει το κεφάλι προς την άλλη πλευρά) Ε, φίλε, βλέπεις εκείνο το μαύρο, στην άκρη ,εκει (δείχνει με το δάχτυλο), στα πόδια του γραφείου; Είναι βαλίτσα ή μου φαίνεται;Είναι, είναι; Δεν την παλεύω...Αυτή τη φορά ,σίγουρα όχι! ( Τρίβει τα χέρια του μεταξύ τους) Αν φύγει πριν της μιλήσω, δεν θα την παλέψω... «
                  (Δεύτερη βροντή. Το φως πληθαίνει. Εκείνος πέφτει μπρούμητα στο έδαφος και με τις παλάμες κρύβει το πρόσωπο του. Μπροστά του εμφανίζεται μια γυναίκα. Έχει ξανθά μαλλιά. Τον κοιτάζει απο ψηλά σαν να τον περιεργάζεται.)
                  »Που, που πας; Περίμενε ν’ ακούσεις! Δεν έφυγα, εδώ είμαι. Δίπλα στο μαξιλάρι σου. Πάνω στο πάπλωμα. Πίσω απο το αποτύπωμα που άφησες με το γοφό σου. Μη φεύγεις! Συγχώρα με!»
                  «Γιατί κλαψουρίζεις τώρα; Μην προσπαθείς να μου αλλάξεις γνώμη... δεν μπορείς...Θα σηκωθείς; Ούτε που ξέρω πόση ώρα κάθεσαι εκεί! Ε, ο ύπνος σε πήρε;Φεύγω.»
                  «Μη φεύγεις! Συγχώρα με!»
                  «Ποτέ δε θα μπορέσω. Ξέρεις...( βγάζει το νυχτικό  κι απομένει γυμνή. Τα μαλλιά της μπλεγμένα ακουμπούν τη μέση της πλάτης της) σε σιχαίνομαι...δεν το αντέχω να μένω άλλο κοντά σου...(Φορά μπλούζα).Θέλω να τρέξω όσο πιο μακριά σου γίνεται (Φορά παντελόνι ενω τον κοιτάζει). Νόμιζες πως μόνο εσύ μπορείς να τα κάνεις αυτά; Γελάστηκες! Ροκάνησες τα χρόνια που περάσαμε μαζί και δεν άφησες τίποτα για να μοιραστούμε!(Δένει τα κορδόνια των παπουτσιών της) Τίποτε απ’ όσα θέλησα δεν τα  θέλησες μαζί μου. Έκανες το δικό σου. Οι φίλοι σου, τα ταξίδια σου , η δουλειά σου...Τελειώσαμε. Φεύγω εγώ αυτή τη φορά.»
                  «Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα...».
            «Το ξέρω, γι’ αυτό φεύγω».

2 σχόλια: