Μαρία Μπινίκου

Μαρία Μπινίκου


"You play with what scares you and you play with what you need"

Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012

Αφιέρωμα "Μπέρτολτ Μπρέχτ"


Κινηματογραφικό αφιέρωμα στον Μπέρτολτ Μπρεχτ ξεκινά την Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012 στον κινηματογράφο Τιτάνια Cinemax, με ελεύθερη είσοδο. Το αφιέρωμα περιλαμβάνει κινηματογραφικές ταινίες και κινηματογραφημένες θεατρικές παραστάσεις βασισμένες στα έργα του.

Πρόγραμμα προβολών
Πέμπτη 6 έως Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012
"Η όπερα της πεντάρας" (Γερμανία 1931), σε σκηνοθεσία Γκέοργκ Βίλχεμ Πάμπστ, μουσική Κουρτ Βάιλ
με τους Λότε Λένια, Ρούντολφ Φόστερ, Κάρολα Νέχερ.
Πέμπτη 13 έως Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012
"Κούλε Βάμπε ή Σε ποιόν ανήκει ο κόσμος;" (Γερμανία 1931). Σενάριο Μπ. Μπρεχτ - Έρνστ Όντβαλντ, σκηνοθεσία Ζλάταν Ντούντοφ, μουσική Χανς Άισλερ
Πέμπτη 20 έως Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2012
"Και οι δήμιοι πεθαίνουν" (ΗΠΑ 1943). Σενάριο Μπ. Μπρεχτ-Φριτς Λανγκ, σκηνοθεσία Φριτς Λανγκ
Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012 έως Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2013
"Ο Αφέντης Πούντιλα και ο υπηρέτης του Μάττι" (Γερμανία 1960). Σενάριο Χέλα Βουολιγιόκι σε συνεργασία με τον Μπρεχτ, σκηνοθεσία Αλμπέρτο Καβαλκάντι.

Πληροφορίες εκδήλωσης
Πανεπιστημίου και Θεμιστοκλέους 5, +30 210 3811147,
Ώρα έναρξης προβολών: 22.00
Είσοδος ελεύθερη

Πηγή: www.elculture.gr

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

Κουκούλα



 Σκοτάδι. Βαθύ πνιχτό σκοτάδι. Σιωπή.
Άνδρας: «Δε μπορεί. Δε γίνεται. «
»Μου είπες ψέματα.«
Σιωπή.
» Μου υποσχέθηκες. Ακούμπησες με το χέρι τον ώμο μου και υποσχέθηκες.«
Σύντομα βήματα, σέρνονται σχεδόν πάνω σε χωμάτινη επιφάνεια. Φύλλα ξερά διαλύονται κάτω από τα πέλματα.
            » Νομίζω, θα τρελαθώ. Όχι. Όχι, σίγουρα τρελαίνομαι. «
Σταματά. Λεπτή ακτίνα φωτός πέφτει κατακόρυφα από ψηλά και γλείφει το πάτωμα. Η φιγούρα ίσα που διαγράφεται. Ψηλός, αδύνατος.
»Όχι, όχι. Μην ξημερώσει. Δε θέλω να ξημερώσει. Όχι σήμερα. Κανένα ξημέρωμα. Κανένα σούρουπο. Όχι για’ μένα. Όχι. Όχι. «
Στέκεται ακίνητος. Διπλώνεται στα δύο. Γονατίζει. Απλώνει τα χέρια σε διάταση και παραμένει στην ίδια στάση. Σιωπή.
»Για πόσο θα  μείνω εδώ; Δεν είναι αυτό το τέλος; Τρελαίνομαι... Είμαι σίγουρος! Καίγομαι... καίνε τα μάτια, τα πόδια, τα χέρια, τ’ αρχίδια, τα δάχτυλα, τα ματοτσίνορα μου... Έφταιξα; Πού, γαμώ τη μάνα μου; Μίλα! Γιατί είμαι εδώ; «
Σκοτάδι ξανά. Παλάμες που ψηλαφίζουν τον τοίχο ολόγυρα τους. Βαθιές αναπνοές. Βήχας ξερός. Φλέγμα. Νύχια σκαλίζουν σκληρή επιφάνεια.
» Ψέματα…ή αλήθεια; «
» Πού τελειώνει και πού αρχίζει; «
» Όχι, όχι…δε θέλω να ξημερώσει, σίγουρα... χάνω το μυαλό μου...«
» Μ’ ακούει κανείς; «
Πέφτει ξανά η λευκή κατακόρυφη ακτίνα. Ξαπλωμένος σε εμβρυακή στάση με τα χέρια στα μάτια του. Το φώς τον διαπερνά σαν να τον κόβει στη μέση.
»Γιατί; «
»Είμαι ηλίθιος. Σίγουρα ηλίθιος. Αλλά… φαίνομαι αλήθεια, τόσο ηλίθιος; Δε θα πιστέψω ξανά… όχι, όχι, σίγουρα όχι, ότι κι αν μου πει, για κανένα λόγο… κι αν…όχι…ναι. «
Ακούγεται ήχος σαν το βόμβο λάμπας νέον πριν ανάψει.
            »Είμαι μόνος;  Μ’ αφήσανε μόνο; «
»Ε, Ε, Ε είσαι εκεί; Ε, Ε, Ε μ’ ακούς;«
            Σηκώνεται όρθιος με μια κίνηση.
            »Καθίκι μ’ ακούς! ΘΑ ΜΕ ΑΚΟΥΣΕΙΣ! Πού είναι… «
» Ποια είναι η δουλειά; «
»Με βλέπεις; Με ακούς; Κώλε! Δουλειά σου ζήτησα, δου-λειά! «
            » Γελάς; Άκου, γελάει ο πούστης! Ρε, ρε, εσύ με ρώτησες, ρώτησες τι θέλω…κι εγώ σου είπα, μια δουλειά! «
»Δουλειά! Αυτό μου’ ρθε…αυτό... Έχω καιρό, να δουλέψω…αυτό... «
» Καιρό…να τρίψω τις τσίμπλες απ’ τα μάτια μου… «
»καιρό να κουραστώ...να βγω στο δρόμο…να στριμωχτώ...να πατηθώ, να μυρίσω τον ιδρώτα, δώδεκα ώρες μετά… «
»Γελάς; Καθίκι, μ’ ακούς; Μ’ ακούς; Γελάς; Μ’ ΑΚΟΥΣ; Μόνο αίμα και σπέρμα γουστάρεις να μυρίζεις...Πού είναι η πόρτα; ΠΟΥ; «
            Σκοτάδι. Βήματα τρέχουν. Απομακρύνονται και επιστέφουν. Ένας άνθρωπος. Γροθιές χτυπούν σκληρή επιφάνεια. Ψιλές πέτρες κυλούν και γίνονται σκόνη.
            » Πως με βρήκες; Πώς με ξέρεις; Είσαι εδώ! Σ’ ακούω. Σε αναπνέω. Βρωμιάρη! Ο καπνός σου, τι σκατά πίνεις; Τεκίλα, ρούμι, πετρέλαιο; Φάε τα σκατά μου! ΦΑΤΑ!
            Φως. Η λεπτή ακτίνα τον χτυπά στο πρόσωπο. Φορά μια μαύρη πλεκτή κουκούλα. Δεν υπάρχει πρόσωπο. Είναι γονατιστός. Χτυπά με τις παλάμες το κορμί του.
            » Πώς μ’ έφερες εδώ; Πώς κλείστηκα εδώ; Ξεχνάς ποιος είμαι; Ποιος είμαι; Έχω τελειώσει Πολυτεχνείο εγώ! Μ’ ακούς μαλάκα;  «
»Άριστα! Εννιά και εβδομήντα πέντε! Μαλάκα! Νομίζεις πως θα μείνω για πολύ εδώ μέσα; Μαλάκα! Εννιά και εβδομήντα πέντε! Ούτε μια τρίχα της μασχάλης μου δεν είσαι! Άνοιξε τώρα να βγώ! ΑΝΟΙΞΕ! «
            Σηκώνεται.
            »Τι είσαι ; Ποιος είσαι; «
»Σε πίστεψα, καθίκι, σε πίστεψα... Ακούμπησες το χέρι σου στον ώμο μου και το νόμισα δικό μου. Με ξεγέλασες. Μ’ έκανες να νομίζω πως ήσουν σαν κι εμένα. Σε πίστεψα. Μια δουλειά. Ρώτησες τι θέλω και σου’ πα μια δουλειά. Ότι να’ ναι, και ας τέλειωσα Πολυτεχνείο. Μεταπτυχιακό στα Πολυμέσα…«
»Να δουλέψω. Να σκεφτώ. Να φτιάξω. «
»Ν'αγγίξω τον αέρα, «
»… τις πέτρες, το χώμα, το νερό στη θάλασσα σου και να τα κάνω ύλη , από το κάτι ένα… «
»…να τους δώσω σχήμα, να γίνουν άλλα, «
»…διαφορετικά, καινούρια. «
» Σου ζήτησα μόνο την άδεια. Την άδεια να μπορέσω να πιάσω αυτά που τόσα χρόνια πατούσα. Να βγω από την πόρτα και να ξαναπεράσω όταν όλα πια θα έχουν τελειώσει. Αργότερα. Αργότερα πολύ. «
»Τόσο που θα’ χω κουραστεί, που ίσως και να μη θυμάμαι. Όμως αργότερα τόσο που να θέλω να ξαναγυρίσω στο κλουβί σου. Να θέλω γιατί θα ξέρω πως απλά ξαναγυρίζω. Να μη με νοιάζει η επιστροφή, γιατί είναι επιστροφή. «
            » Όχι όμως έτσι. Όχι έτσι παλιοπούστη! Καθίκι! Κερατά! «
Σκοτάδι ξανά. Ουρλιαχτό μακρόσυρτο.
            »Τρελαίνομαι. Είμαι σίγουρος. Δε μπορώ να μετρήσω ως το δέκα με το μυαλό μου.«
Φώς. Λευκό. Τον λούζει από ψηλά. Γύρω του απόλυτο σκοτάδι. Όρθιος με ανοιχτές παλάμες προς τον εαυτό του.
            » Ένα , δύο, τρία, τέσσερα, πέντε…έξι , εφτά, οχτώ…ογδόντα οχτώ, ογδόντα εννιά, ενενήντα…πάλι, πάλι, ξεχνάω, ξεχνάω…τετρακόσια, τετρακόσια ένα , τετρακόσια δύο και ενενήντα επτά…ξεχνάω, καλύτερα… «
» Δε θέλω να ξεχνάω αλλά καλύτερα. Μετράω, μετράς, μετράει…τετρακόσια , τετρακόσια ένα, τετρακόσια δύο και ενενήντα επτά…Γαμώ… «
» …τετρακόσια δύο και ενενήντα επτά, μείον εικοσιτέσσερα για το νερό, μείον εξήντα οχτώ για ρεύμα, μείον διακόσια τριάντα για τρείς τοίχους και μια πόρτα, μείον δεκατέσσερα χρόνια που  έζησα με τη μάνα μου, μείον δύο χρόνια που με γαμήσανε στα σύνορα, μείον ογδόντα τέσσερα βράδια που δε βγήκα με τους κολλητούς, μείον εκατόν είκοσι έξι μέρες που δεν ταξίδεψα, μείον ενενήντα βράδια που δεν κοιμήθηκα με την ωραιότερη γυναίκα , μείον δέκα κουβέντες που δεν αντάλλαξα με τον πατέρα μου, μείον ένα καπέλο που μ’ άρεσε και ποτέ δε φόρεσα γιατί θα φαινόμουνα γελοίος…«
Ξαφνικό σκοτάδι. Δυνατοί μεταλλικοί χτύποι από ψηλά σαν να σφραγίζουν το ταβάνι. Αδύναμο φως διαχέεται στο πάτωμα γύρω από τον άνδρα. Σέρνεται στο έδαφος. Ακουμπά τους τοίχους γύρω του σαν να περιεργάζεται την υφή τους. Σχεδόν δύο μέτρα πάνω από το κεφάλι του αποκαλύπτεται αμυδρά ένα μικρό παράθυρο.
» Μην ξημερώσει. ΜΗ. Δε θέλω άλλο φώς. Τι κάνω; Γιατί εγώ; Γιατί εδώ; Πόσο ακόμα; Τέλος. Θέλω να τελειώσει τώρα. Γιατί με κρατάς ζωντανό εδώ μέσα; Τι μπορώ να κάνω εδώ μέσα; Τι να πω; «
» Κάνε να τελειώσει. Δεν θέλω να σκέφτομαι. Κάνε να τελειώσει. «
» Τίποτα. Δεν είμαι χρήσιμος σε τίποτα…Δεν αξίζω γιατί δεν δουλεύω...δεν συμφέρω… ούτε φαί, ούτε νερό. Τότε γιατί ζω; Πώς ζω; «
»Σβήσε το φώς. Άσε με…τέλειωσε το τώρα. Όλα αυτά τα φαντάστηκα. Ψέματα…αλήθεια…«
» Κάνω πως αναπνέω. Κάνεις πως μ’ ακούς. «
Πιέζει με τα δάχτυλα το πάτωμα και σπρώχνοντας ανασηκώνεται. Απλώνει τα χέρια. Σαν να βρίσκει αντίσταση στον αέρα γύρω του , ακινητοποιείται.
            »Τι έχω κάνει για να υπερηφανευτώ... Γυμνάσιο, Λύκειο, Πολυτεχνείο, στρατός…γονείς, φίλοι, καθηγητές… διοικητές…σκατά…δικά μου, τα τρώω, τα τρώς… «
» Πού είμαι; Πώς βρέθηκα εδώ; Πού είναι η πόρτα; Υπάρχει πόρτα; Πώς μπήκα; Εδώ γεννήθηκα;«
» Βγάλε με από’ δω…θα κάνω ότι πεις…δεν αντέχω…»
Αδύναμο φώς. Σιγανό βουητό σαν από έντομο.
            «Θα κάνω ότι πεις…έχω αρχίσει να κουράζομαι. Μάλλον έχω ήδη κουραστεί τόσο που δεν αντέχω . Δεν περιμένω τίποτα…Τέλειωσε με, τώρα.«
            «Περιμένεις…τι άλλο ρε μαλάκα, τι άλλο περιμένεις; Είμαι το τίποτα. Αυτό μου υπενθυμίζεις, σ’ αρέσει να μου το υπενθυμίζεις…πως δεν μπορώ, πως δεν θα μπορέσω ποτέ… «
 »Έτσι κι εκείνος…σίγουρος πως δεν μπορούσα να κάνω τίποτε, για εκείνον ήμουν άχρηστος για όλα… πούστη με θεωρούσε, επειδή δεν έβλεπε να πηδάω γκόμενες, επειδή δεν έφτυνα πράσινες ροχάλες στο πεζοδρόμιο, επειδή είχα αγοράσει εκείνο το καπέλο…τζόκεϊ γαλάζιο με ασημένια γράμματα και μια κόκκινη σημαία στο γείσο…
» Με σιχαινότανε…μας σιχαινότανε…γι’ αυτό την έστειλε στο διάολο μια μέρα…εγκεφαλικά νεκρή...  Χρόνια ήταν νεκρή μα δεν το καταλάβαινε. Πιτσιρικάς αλλά το έβλεπα. Έλιωνε σαν το βούτυρο κι απλώνονταν η τσίκνα σ’ όλους τους ορόφους… Βλαστήμιες απ’ το πρωί ως το βράδυ. Έπεσα από τη σκάλα, χτύπησα στο πόμολο της πόρτας, σκόνταψα στο πεζοδρόμιο…
» Πατέρας σου είναι, σκληρός μα πα-τέρας σου… Ευτυχώς δεν τόλμησε να μ’ αγγίξει. Δεν ξέρω γιατί…ΑΚΟΥΣ; Δεν τόλμησε να μ’ αγγίξει! «
»Αν το έκανε ίσως και να είχα λόγο για να τον σκοτώσω. Θα ήμουν ελεύθερος τώρα! Ακούς σκύλε; «
» Τι είσαι; Ποιος είσαι; «
Σκοτάδι ξανά. Μεταλλικό αντικείμενο πέφτει με κρότο στο πάτωμα.
            »Τι θέλεις; Γιατί με κρατάς ζωντανό; Είμαι ζωντανός; Πώς γίνεται να’ μαι ζωντανός, τόσες μέρες χωρίς φαί, χωρίς νερό; Είμαι νεκρός; Έτσι μου φαίνομαι… «
Φώς. Κατακόρυφη λεπτή ακτίνα που πέφτει από την οροφή στο πάτωμα. Ακριβώς πάνω από το κεφάλι του κρέμεται σχοινί με θηλιά στην άκρη.
            » Ζω ακόμα…προσωρινά…μέχρι να δεις πως πνίγομαι…να περάσω μόνος , με τα χέρια μου, στο τίποτε…στο ποτέ…Δεν είσαι βασανιστής, δεν είσαι άνθρωπος…τι είσαι; «
»Είμαι μόνος μου, γιατί μόνος μου νιώθω… Σαν να μην υπήρξαν άλλοι στην ιστορία. Μόνος. Ένας…ένας απλήρωτος, ένας άνεργος, ένας εγκαταλειμμένος, ένας βασανισμένος, ένας άχρηστος, ένας ανέραστος, ένας ηλίθιος, ένας φονιάς, ένας απαίσιος , ένας γιός του κανένα που δεν κατάφερε ποτέ να μάθει γιατί τα μάτια του έβλεπαν μόνο σκοτάδι…ή αν το σκοτάδι ήταν το πραγματικό φώς… «
            Γονατίζει. Χτυπά με τις γροθιές του το πάτωμα.
            »Το μόνο που προσπαθώ να θυμηθώ είναι το πότε ακριβώς με σκότωσα… «
» …ήταν πριν το Λύκειο ή μετά το στρατό; «
» Πότε, που σκότωσα τη μάνα μου αφήνοντας τη να κυλήσει στη σκάλα και να σπάσει στα δύο το ξερό της κεφάλι…σκόρπια μυαλά…ανθρώπινος χυμός από αίμα και μαλακή σάρκα…«
»Πότε συμφιλιώθηκα με τη σκέψη πως δε μου ταίριαζε τίποτε άλλο καλύτερα από το εννιά και εβδομήντα πέντε στη χρυσοτυπία του πτυχίου; Αυτός που ήθελα να είμαι δεν υπήρξε ποτέ. Φάντασμα… «
             » Αυτό βλέπω τώρα… «
            Ανασηκώνεται. Πιάνει τη θηλιά με τα χέρια. Την περνάει στο λαιμό, τη βγάζει, την ξαναπερνά.
            » Αυτό περιμένεις. Το ξέρω. Αυτό ήθελες από την αρχή. Μήπως αυτή είναι και η δουλειά που πρότεινες; Υψηλές αποδοχές, χαμηλό κόστος , ευχάριστο περιβάλλον…ευκαιρία που πρέπει να εκμεταλλευτείς! Τι είσαι; Ποιος είσαι;«
            » Εκμετάλλευση ίσον ευκαιρία! Ευκαιρία ίσον κέρδος! Κέρδος ίσον φιλοδοξία, κι εγώ, τι είμαι;  Έτοιμος για όλα! «
            Βγάζει τη θηλιά.
            » Μόνο που δεν καταλαβαίνω γιατί έχει ενδιαφέρον το δικό μου κεφάλι αν κρεμαστεί…ή μήπως δεν υπάρχει κι άλλος για να πάρει αυτή τη θέση; «
»Σε κουράζω. Πολλές ερωτήσεις…καταλαβαίνω… «
            »ΚΩΛΩΝΩ ΝΑ ΚΡΕΜΑΣΤΩ ΡΕ ΠΟΥΣΤΗ! Κωλώνω…ούτε αυτό δεν μπορώ να κάνω… «
» Τέλειωσε με…Τέλειωσε με εσύ! Δεν αντέχω άλλο…Δεν μπορώ να το κάνω εγώ. Με κούρασε το παιχνιδάκι σου…Φοβάμαι πως θ’ αρχίσω να γδέρνω με τα νύχια το πετσί μου. Φοβάμαι, φοβάμαι…«
» …κουράστηκα ως και να φοβάμαι.«
Το φώς σβήνει. Βαριές αλυσίδες χτυπούν μεταξύ τους. Βήματα πλήθους σε ρυθμό παρέλασης. Στρατιωτικό εμβατήριο που διακρίνεται από μακριά. Ουρλιαχτό.
            » Δεν αναπνέω. Δεν σκέφτομαι. Δεν ακούω την καρδιά μου να χτυπά… ναι, μα είναι προφανές! Ηλίθιε! Είσαι νεκρός!«
»Μα αν είμαι νεκρός… «
»… τίνος είναι η φωνή, τίνος είναι αυτός ο φόβος που στάζει γύρω και λερώνει τα πόδια μου… κυλά σαν το μέλι, κολλάει και στραγγίζει στους τοίχους…μυρίζει… «
» ποιος είναι αυτός που στέλνει το φόβο αν το κεφάλι μου στέγνωσε από σκέψεις και δεν τολμά να διώξει μια λέξη απ’ τα χείλια μου… «
»Το φως…έρχεται μόνο του. Δεν το θέλω μα εκείνο έρχεται. Τρυπά τα μάτια και διαλύεται κάτω από τη γλώσσα…δεν το θέλω αλλά έρχεται, με τυφλώνει, με πνίγει. Κλείσε τα φύλλα, κλείσε τα βιβλία, κλείσε το στόμα μου,  σβήσε τις φωνές… «
Φώς μπαίνει από το μικρό παράθυρο.
»Ξημέρωμα…διώξε το φώς…σκοτάδι ή φώς…δεν μπορώ να διαλέξω…κι αν πρέπει να διαλέξω …ποιο από τα δύο…τελικά μόνο αυτά τα δύο…σκοτάδι και φώς, έρωτας και θάνατος, γη και αέρας, ψίχα και κόρα… «
» Δε θυμάμαι, μου είπες να διαλέξω; Σιγά να μη μ’ άφησες ποτέ να διαλέξω…Εσύ προτείνεις κι εγώ εκτελώ. «
»Δε θυμάμαι αν με διέταξες να κρεμαστώ αλλά πριν κρεμαστώ, θέλω να δω πως έξω να ξημερώνει…κάποιος είναι έξω και βοηθά να ξημερώσει…«
»ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ; Ποιος είναι; ΒΟΗΘΕΙΑ! Ακούει κανείς; «
 »Πώς το σκέφτηκα; Πώς το σκέφτηκα; Ρωτάς; Ολοφάνερο, κάποιος βοηθά να ξημερώσει. Ποιος είναι όμως; Εγώ δεν είμαι. Εγώ έπαψα να είμαι. Πολύ καιρό πριν με πάψεις εσύ. «
 »Εκπλήσσεσαι; Αλήθεια, ήμουν καιρό νεκρός πριν μου γυρέψεις εσύ να βάλω το κεφάλι μου στον κουβά σου μαζί με τα σκατά μου και τ’ αποφάγια σου. Γελάς; Γέλα! «
Σκοτάδι ξανά.
»Όχι. ΟΧΙ .Όχι τώρα! «
Γροθιές. Φωνές. Χτυπήματα βίαια. Ψιλές πέτρες κυλούν μαζί με κομμάτια σοβά.
»Τι ήταν αυτό; Είναι κι άλλος εκεί; «
Τα χτυπήματα επαναλαμβάνονται.
» Είναι κι άλλος, είναι κι άλλος... Πού είσαι, πού είσαι φίλε; Ποιος είσαι; «
»… «
»Φίλε.. «
»Φίλε... Τι σημαίνει; Κι αυτό το ξέχασα… ξέχασα πως γράφεται, ξέχασα πώς λέγεται, ξέχασα πως παίζεται…θυμάμαι πως ξεχνιέται...«
Αμυδρά μπαίνει φώς από το φεγγίτη. 
» Είχα φίλο. Αδερφό. Καλό... Ήθελε δανεικά… Δε γουστάρω ελεημοσύνες...Τότε δε γούσταρα να κάνω ελεημοσύνες … Καλό παιδί αλλά λίγο…έλεγα. Ποτέ δεν ήταν μέσα στα πράγματα”…δεν κυκλοφορούσε στα κατάλληλα μέρη…«
»Του πήδηξα τη γκόμενα. Έτσι. Δεν τη γούσταρα αλλά την πήδηξα. Άνοιξε τα πόδια και την πήρα. Για να δείξω πως μπορούσα…πως δεν ήμουν ανίκανος…κι εκείνος, άνοιξε την πόρτα και βγήκε στο δρόμο,  καλή ζωή μου ευχήθηκε κι έφυγε…του το είπα γιατί δε μ’ ένοιαζε να το μάθει. Μάλλον δεν τον ένοιαζε να το μάθει. Πιο πολύ τον πείραξε που είχε ανάγκη και δεν τον δάνεισα…ο μαλάκας. «
» Φίλος… «
»Κι αν άκουσα κάποιον,  «
»…εκείνος θέλει να μ’ ακούσει; Σιωπή. Ξεγελάστηκα. Πάλι οι δύο μας μείναμε… «
Η λευκή ακτίνα ανάβει ξανά. Το φώς από το παράθυρο  χάνεται.
Με τα χέρια ψηλαφίζει τη μαύρη κουκούλα.
»Δεν αναπνέω. Δε μυρίζω... Σκοτάδι ή φως, δεν τα ξεχωρίζω. Δε λες ποιος είσαι αλλά μαντεύω. «
»Ο Θάνατος. «
» Η τιμωρία…«
»… ή η ησυχία, «
»…ο ύπνος; «
Το φώς της ακτίνας αργά χαμηλώνει. Το φώς του φεγγίτη επανέρχεται.
» Φοβάμαι, γιατί ξέρω πως έχεις δίκιο. Από την αρχή ξέρω πως έχεις δίκιο. Από την ώρα που μ’ ακούμπησες, στον ώμο... Απ’ την ώρα που πίστεψα πως ήσουν σαν κι εμένα… «
»…είσαι…Ποιος είσαι; Τι είσαι; Ότι κι αν πω, είσαι κάτι παραπάνω, πιο δύσκολο, πιο φοβερό, πιο δυστυχισμένο… «
» Κι αν σου πω ,πως θέλω να φύγω; Αν σου πω πως νομίζω πως μπορώ να φύγω; «
»Με φοβάμαι τόσο, που θέλω να φύγω...«
Εκκωφαντικός ήχος σειρήνας. Ανάβουν και σβήνουν λάμπες νέον στην οροφή.
» ΜΠΟΡΩ! Μπορώ να φύγω!«
Η σειρήνα σταματά. Τα φώτα συνεχίζουν ν’ ανάβουν και να σβήνουν. Εξακολουθεί να φαίνεται η αυγή έξω από το στενό φεγγίτη.
 » Μπο-ρώ, μπο-ρώ, να βγώ από’δώ… «
»Μπο-ρώ, μπορώ, μπορώ, μπορώ…ΜΠΟΡΩ! «
»Αλλά γιατί… «
Το φώς παραμένει αναμμένο. Τραβά το σχοινί με τη θηλιά. Λύνεται και πέφτει στο πάτωμα. Το περνά στο λαιμό και ξαπλώνει ανάσκελα.
» Να βρω λόγο για να βγώ από’ δώ…γιατί να βγώ…ποιος με περιμένει …ποιος είναι εκεί…κανείς…
»…κι όμως, αν είναι κάποιος… «
» θέλω ένα λόγο…θα του πω ,βρες μου ένα καλό λόγο…βρες μου ένα λόγο γιατί φοβάμαι να μένω ακόμα εδώ! «
»Δε μιλάς; Πώς κι έβγαλες το σκασμό; Τι; Καθίκι…ξέρεις πως δε βρίσκω αιτία για να ξεφύγω από τη φάκα σου! Έχεις δίκιο… «
» Εγώ σ’ έφτιαξα… «
»Εγώ σε πίστεψα… «
»Εγώ σ’ έχτισα… «
» Είσαι ότι είμαι, έγινα ότι μ’ έκανες… «
» Γιατί μου ζήτησες να διαλέξω; Δεν μ’ άφησα ποτέ να διαλέξω. Δεν διάλεξα τίποτε που να προσπάθησα να κερδίσω… «
»… επιθύμησα…αλλά δεν ζήτησα … «
»… τζόκεϊ γαλάζιο με ασημένια γράμματα και μια κόκκινη σημαία στο γείσο… «
»…να τη φωνάζω μάνα την ώρα που μπαίνω σπίτι απ’ τη δουλειά… «
»…να του πω χρόνια πολλά στη γιορτή του …
»…να τους ευχαριστήσω που μ’ άφησαν ν’ αντιγράψω στις εξετάσεις… «
»…να της πω πως την αγάπησα κι ας την είπα πουτάνα… «
»…να νιώσω ελεύθερος… «
Ανασηκώνεται.
»…κολυμπώντας… «
Βγάζει τη θηλιά από το λαιμό του.
»…γυμνός… «
Όρθιος. Αργά τραβά την κουκούλα προς τα πάνω.
»…στον βυθό… «
Κινείται σα ν’ αναδύεται από το νερό. Βγάζει την κουκούλα.
»…κι έπειτα στον ήλιο… «
Φώς καθαρό. Λευκό. Ημερήσιο .Έχει ξημερώσει.
»…μαζί με τους άλλους…να στεγνώσω… «
»…αλάτι…νερό, «
»…μόνο νερό και ελευθερία… «
Απλώνει τα χέρια. Τα χαρακτηριστικά του φωτίζονται. Τραβά τα ρούχα του. Σκίζει το φθαρμένο ύφασμα. Μένει γυμνός.
» …χωρίς να φοβάμαι το φόβο μου, «
Τεντώνει τις αρθρώσεις. Χέρια και πόδια σε πλήρη διάταση.
» Δεν είσαι,  «
»…γιατί σ’ ακυρώνω. «
» Δεν είσαι, γιατί δε σε φοβάμαι.«
Πουλιά πετούν. Χτυπούν τα φτερά τους.
»Δεν είσαι γιατί είμαι ελεύθερος… «
» …είμαι γιατί ήμουν από την αρχή,
»…κι είναι  τέτοια η δύναμη μου, «
»…που σε ξεχνώ «
» σαν να μην ήσουν ποτέ. »
»Είμαι ελεύθερος.»

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

Πιπεριές


Νυχτώνει. Το δωμάτιο ζεστό. Έντονη μυρωδιά πιπερόριζας. Ο Ρέι Τσάρλς βυθίζει τρυφερά το χώρο. Από τις ανοιχτές κουρτίνες διακρίνονται τα φώτα μιας πόλης σκεπασμένης από χειμερινή ομίχλη. Οι κουρτίνες βαριές , βελούδινες , σε καφέ τόνους αγκαλιάζουν το πάτωμα και γαντζώνονται διακριτικά στους κόμπους του βαθυκόκκινου περσικού χαλιού.  Η τραπεζαρία, φωτισμένη από δεκάδες μικρές φλόγες διάσπαρτες στο φαρδύ , χοντροφτιαγμένο τραπέζι. Επάνω του στημένα γυαλίζουν απειλητικά τα  μαχαιροπίρουνα. Ψηλά ποτήρια καιλευκά χρυσάνθεμα κρύβουν τη θέα προς την κουζίνα. Το φως του απορροφητήρα αποκαλύπτει ένα εργαστήριο από ανοξείδωτα σκεύη και πορσελάνινες πιατέλες.
            Κουδούνι. Το μπάσο άκουσμα πυροδοτεί μια σειρά από χτυπήματα στο βάθος του διαδρόμου. Ντουλάπια ανοίγουν και κλείνουν. Ανάλαφρο σύρσιμο και δύο λεπτές γυναικείες γάμπες ακουμπούν βιαστικά στα πόδια της πολυθρόνας πλάι στο μπουφέ με τα αφρικανικά ξυλόγλυπτα. Φορούν ένα ζευγάρι μαύρες καστόρινες γόβες και τρέχουν προς την είσοδο. Ακολουθούν γυμνασμένοι μηροί κι αμέσως μετά ένα κόκκινο σατέν φόρεμα ως τους ώμους. Τα  μαλλιά της εβένινα , στο ύψος του αυχένα και το άρωμα της βαρύ, σκοτεινό, βαθύτερο κι από το βράδυ που ξεκινά έξω από το παράθυρο.
            «Έρχομαι!».Κοιτάζεται στον καθρέφτη και στρώνει το χρώμα από το κραγιόν . Σάπιο μήλο, όπως το ύφασμα που πέφτει και σκεπάζει το δρύινο καπάκι του τραπεζιού αφήνοντας ακάλυπτα λίγα εκατοστά στις γωνίες. Η πόρτα ανοίγει. Δύο φιγούρες ξεχωρίζουν. Άντρας και γυναίκα ή μάλλον κορίτσι. Εκείνος ψηλός, εύσωμος με γκρίζους κροτάφους. Κρατά μαύρη βαλίτσα. Εκείνη μικρόσωμη σαν έφηβη με μακριά καστανά μαλλιά και αθλητικά ρούχα. Τον κρατά από το μπράτσο και με το χέρι της κάτω από το χέρι του μοιάζει να τον παραδίδει στη μελαχρινή γυναίκα. Η τελευταία ακουμπά το δικό της στην παλάμη του και τον τραβά προς το μέρος της.
«Αγάπη μου, καλωσόρισες!». Τον πιάνει από το γιακά του μπουφάν  και με μια απότομη κίνηση κολλά τα χείλη της στα δικά του. Η νεαρή κοπέλα κάνει ένα βήμα πίσω.  Το πόδι της βρίσκει άχαρα το άλλο και στραβοπατά χάνοντας την ισορροπία της. Κοκκινίζει και γυρίζει προς την ανοιχτή πόρτα του ασανσέρ. Δε μοιάζει πάνω από είκοσι πέντε. Την ίδια στιγμή ο άντρας σαν να αποστρέφεται τη γυναίκα , τη σπρώχνει βίαια και πιάνει με το ελεύθερο χέρι το στόμα του.
«Καυτερή πιπεριά! Πώς σου ήρθε! Μ’ έκαψες!... Λουκία που είσαι;» Η καστανή επιστρέφει το βλέμμα της πάνω του και τον ακουμπά στον ώμο.
«Καληνύχτα κύριε Αρίστο! Τα λέμε αύριο για το άρθρο» και συνεχίζει « ήταν υπέροχο το ταξίδι κι ελπίζω να καταγράψουμε τις εντυπώσεις  με τον καλύτερο τρόπο! Αυτή τη φορά οι «γεύσεις» της Σικελίας θα χαλάσουν κόσμο!». Χαμογελώντας και χωρίς να σταματήσει να του κρατά τον ώμο καληνυχτίζει το ζευγάρι. Εκείνος στρέφει το κεφάλι προς το μέρος της και ανταποδίδει «Καληνύχτα Λουκία μου. Σ’ ευχαριστώ για όλα . Πραγματικά ήταν ένα υπέροχο ταξίδι!». Η Λουκία μπαίνει στο ασανσέρ και αφήνει το έδαφος να την καταπιεί αργά.
Η μελαχρινή γυναίκα κρατώντας τον Αρίστο ακόμη από το χέρι κάνει αργά βήματα προς το διαμέρισμα παρασύροντας τον να την ακολουθήσει με τη σειρά του διστακτικά.
«Σοφία, τι έχεις μαγειρέψει; Η πιπερόριζα γαργαλάει τα ρουθούνια μου και να μη μιλήσω για το κρεμμύδι…μμμ και το κρασί…λευκό ε;» Τα μάτια του ανοιγοκλείνουν μηχανικά στα ονόματα των υλικών αλλά το βλέμμα παραμένει αδιάφορο σαν υπνωτισμένο να περνά πάνω από τα πράγματα γύρω του χωρίς να τ’ ακουμπά. Η πόρτα κλείνει με κρότο. Από το αριστερό του χέρι κρέμεται ακόμη η μαύρη αποσκευή. «Μα δεν βρίσκω την κόκκινη πιπεριά! Που την έβαλες ;…» Με τη μύτη τραβά μεγάλες πρέζες αέρα. « Στη σαλάτα; Τι έχεις φτιάξει;»
«Ανυπόμονε! Θα δοκιμάσεις και θα μου πείς! Άσε επιτέλους αυτή τη βαλίτσα κι έλα να σε βοηθήσω να βγάλεις το μπουφάν σου» τον αγκαλιάζει και τραβά τρυφερά τα μανίκια απελευθερώνοντας ένα ζευγάρι δυνατά μπράτσα. Στέκεται  μπροστά της σαν κορμός δέντρου ,πολύ ψηλότερος απο εκείνη και συγχρόνως παράδοξα πειθήνιος σαν κουτάβι, αμίλητος  και την αφήνει να του βγάλει  τα παπούτσια . Τον αγγίζει ξανά κάτω από την παλάμη και τον οδηγεί στην τραπεζαρία. Καθώς την ακολουθεί χαϊδεύει την πλάτη του φουστανιού της . Στην επαφή με το ύφασμα κοντοστέκεται.
«Κάθισε καλέ μου…έλα…» τραβά την καρέκλα ελευθερώνοντας τη θέση. Τον καθοδηγεί στο κάθισμα. Περνά τα δάχτυλα της κάτω από τα δικά του και τ’ ακουμπά πρώτα στα χείλη του ποτηριού, έπειτα στην πετσέτα και τέλος τ’ αφήνει  ν’ ακουμπήσουν τη μύτη απ’ το μαχαίρι.
«Σ’ ευχαριστώ αγάπη μου. Πεινάω …σαν λύκος».Γελά δυνατά. Το πρόσωπο του συσπάται φανερώνοντας σύντομες ρυτίδες γύρω από το στόμα και τα μάτια. Μετά σωπαίνει και απομένει ανέκφραστος, βυθισμένος στο κενό του χρόνου ανάμεσα στους τοίχους και τα έπιπλα.
«Το ξέρω! Λοιπόν ,δώστε μου μισό λεπτό Σεφ για να στήσω τα πιάτα!». Έχει ήδη περάσει πίσω από τον πάγκο της κουζίνας, σίγουρα και απο την τέταρη δεκαετία της.
«Σεφ…» Οι γαλανές κόρες των ματιών συστέλλονται « θα έδινα τη μισή μου ζωή για να το ξανακούσω…» στρέφει σπασμωδικά το κεφάλι δεξιά κι έπειτα αριστερά σαν να αφουγκράζεται τους ήχους από τα βάθη των εστιών «λοιπόν πρώτο πιάτο…»
«Βελουτέ μανιταρόσουπα!» . Η φωνή της αντανακλάται στον πάτο της σουπιέρας. Την κρατά ανοιχτή και βαδίζει ρυθμικά προς το μέρος του «Να σας σερβίρω;».
«Ασφαλώς!»
 Γεμίζει τα πιάτα μ’ ένα  παχύρευστο λευκό παρασκεύασμα  και κάθεται απέναντι του.
«Λοιπόν, σ’ ακούω… το κουτάλι είναι…»
«Ξέρω!» Σκύβει πάνω από το πιάτο κι αφήνει τον ζεστό ατμό να βρέξει τα γένια του « Μμμ, μανιτάρια πορτομπέλο!»
«Πώς το κατάλαβες;»
«Αυτό το άρωμα, γλυκό και άγριο … θυμίζει φθινοπωρινή βροχή»
«Και τι άλλο;»
«Μαϊντανός , θρασύς σαν έφηβος, νικά ακόμη και το άρωμα του κρασιού…»
«Σ’ αρέσει;»
«Ο μαϊντανός ;»
«Το θράσος μου να βάλω μαϊντανό»
«Μα έτσι μ’ αρέσει!»
«Αυτό φανταζόμουν!»
            Καταπίνουν με λαιμαργία γεμάτες κουταλιές από τη βελουτέ σούπα χωρίς να μιλούν. Οι ανάσες τους βγαίνουν βιαστικά κάνοντας τα ευαίσθητα φώτα των μικρών ρεσώ κεριών να τρέμουν.
«Και τι ακολουθεί στο κυρίως; Μοσχάρι με λευκή σάλτσα από σέλερι και σκόρδο;»
«Ήμουν σίγουρη!»
«Πως θα το καταλάβαινα;»
«Ναι, απλά δεν περίμενα πως θα γινόταν τόσο γρήγορα!»
«Σεφ ήμουν αγαπητή μου, όχι μάγειρας!»
«Το γνωρίζω αγαπητέ μου αλλά πριν γίνεις το πρώτο μαθήτευσες στο δεύτερο!»
            Ο Αρίστος ακουμπά στα δεξιά του πιάτου την πετσέτα που για ώρα σκέπαζε τα γόνατα του και ψάχνει με τ’ ακροδάχτυλα  την επιφάνεια του τραπεζομάντιλου. Σταματά στο κρυστάλλινο πόδι του ποτηριού με το κρασί. Το πιάνει με σιγουριά από τη μέση και το σηκώνει ψηλά.
«Στην υγειά σου αγάπη μου! Ήταν μια δύσκολη εβδομάδα μακριά από τις εξαιρετικές μαγειρικές σου αλλά ομολογώ πως με υποδέχεσαι με τον ωραιότερο τρόπο!»
«Σ’ ευχαριστώ αγάπη μου! Επιφυλάσσομαι ν’ ακούσω τα σχόλια για το κρέας… μπριζόλες επίσης με μανιτάρια!»
«Υπέροχα. Ας τις δοκιμάσουμε!» πίνει δύο γουλιές από το λευκό κρασί κι έπειτα κατεβάζει αργά το ποτήρι ως να ηχήσει η γυάλινη βάση στην ξύλινη επιφάνεια του τραπεζιού.
            Εκείνη σηκώνεται, παίρνει τα λερωμένα βαθιά πιάτα και με το επίμονο χτύπημα των τακουνιών της να την ακολουθεί χάνεται για άλλη μια φορά στο βάθος.
«Το βρήκα!»
«Τι;»
«Οι πιπεριές είναι στη σαλάτα! Είμαι σίγουρος!»
«Για τίποτε να μην είσαι σίγουρος αγάπη μου. Έφτιαξα τη σαλάτα που τρώγαμε τον μήνα που παραθερίσαμε στη νότια Γαλλία. Μαρούλι, λάχανο…»
«…καρότο, κουκουνάρι, σουσάμι…»
«…λάδι, λεμόνι και μέλι.»
«Μέλι; Βάζαμε μέλι;»
«Σήμερα νομίζω πως ταιριάζει, ξινό και γλυκό…»
«Ας είναι. Είμαι ανυπόμονος τελικά! Το ταξίδι της επιστροφής με κούρασε και ασφαλώς μου άνοιξε την όρεξη!»
«Για κάτι σπιτικό υποθέτω»
            Η Σοφία είπε την τελευταία φράση σχεδόν πάνω από το κεφάλι του κρατώντας στα χέρια της ένα μεγάλο αχνιστό πιάτο που ευωδίαζε σκόρδο και κρασί και μια βαθιά σαλατιέρα με ωμά λαχανικά. Ακούμπησε την πιατέλα ανάμεσα τους και με επιδεξιότητα σέρβιρε το κρέας ισορροπώντας τη ερυθρόλευκη μερίδα με πράσινες , κίτρινες και πορτοκαλί αποχρώσεις.
«Τελικά έχεις δίκιο, δεν έχει πιπεριά.»
«Το ξέρω πως έχω δίκιο, εσύ δεν μου δίνεις σημασία…»
«Ουφ, Σοφία μου νομίζω πως το παράκανα με τον καφέ στο αεροδρόμιο. Νιώθω πως καίει το στομάχι μου…»
«Μην ανησυχείς καλέ μου, έχω το αντίδοτο στο πιάτο! Τι λες για το μοσχάρι;»
«Μπριζόλες;»
«Παραδοσιακά!»
«Με βούτυρο παύει να είναι παραδοσιακά αγαπητή μου, για να μη μιλήσω για την κρέμα γάλακτος!»
«Υποθέτω πως δεν θα σου άρεσαν σκληρές, απλά με λεμόνι. Το βούτυρο μαλακώνει…»
«Μμμ, εξαιρετικό αλλά απολογήσου τώρα για το σέλερι…ουφ, το στομάχι μου…»
«Φυσική, αλμυρή γεύση»
«Δεν καταλαβαίνω πως συνδύασες ρίγανη , πράσο, σκόρδο και σέλερι με κρέμα γάλακτος και μανιτάρια…»
«Η φύση συναντά την τέχνη Αρίστο μου και όλα αυτά μέσα στη μικρή και ταπεινή  κατσαρόλα μου!»
«Γιατί μικρή και ταπεινή; Βρίσκω τις συνταγές σου εξαιρετικές!»
«Δεν μου το λες συχνά!»
«Δεν τις φτιάχνεις συχνά!»
«Έχω αρχίσει να πιστεύω πως δεν τις προτιμάς.»
«Τι σε κάνει να το πιστεύεις;»
«Δεν τις αναζητάς. Ταξιδεύεις τόσο για να βρεις συνταγές απ’ όλο τον κόσμο και …»
«Σοφία, ζαλίζομαι…νιώθω το μυαλό μου να περιστρέφεται...»
«...ξεχνάς τα δικά μου πιάτα...»
«Δεν τα ξεχνώ Σοφία! Το αποψινό γεύμα με γοήτευσε πραγματικά! Ακόμη γεύομαι το σέλερι...»
«Το σέλερι είναι άτακτο και μπερδεύει τον ουρανίσκο»
«Ταιριάζει όμως με τη ρίγανη…αχ, στέγνωσε η γλώσσα μου»
«Τα μανιτάρια…»
«Δεν καταλαβαίνεις αγάπη μου, ο στομαχόπονος μου φέρνει ζάλη…»
            Η Σοφία τον κοιτάζει σοβαρή αλλά εκείνος δεν μπορεί να νιώσει το βλέμμα της πάνω του . Σπρώχνει αδέξια το πιάτο και το μαχαίρι του γλιστρά και πέφτει μ’ ένα ηχηρό γδούπο στο πάτωμα.
« Τα μανιτάρια Αρίστο…ήταν παραισθησιογόνα.»
«…τι έκανες ; Τι έκανες; ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ;»
« Ηρέμησε αγάπη μου, δε σε δηλητηρίασα… λίγη ζαλάδα σου φέρνουν…»
Σηκώνεται αργά από το κάθισμα της και βαδίζει ,σέρνοντας αυτή τη φορά τα πόδια , προς το ψυγείο. Εκείνος την ακούει ν’ απομακρύνεται και προσπαθεί να μετακινηθεί. Τα χείλη του τρέμουν καθώς σπρώχνει το τραπέζι για ν’  απελευθερωθεί από τη θέση του. Τα πόδια της καρέκλας τρίζουν και ξύνουν το καλογυαλισμένο δάπεδο. Αφουγκράζεται τα βήματα της και γυρνά το κεφάλι προς την κατεύθυνση που νομίζει πως εκείνη βρίσκεται.
«Μην κουνιέσαι Αρίστο, τις καυτερές πιπεριές ψάχνω… είναι το αντίδοτο…κι εγώ έφαγα μαζί σου...»
            Κρατώντας δύο μικρά κόκκινα κέρατα , η Σοφία τον πλησιάζει. Έχει αφήσει τα τακούνια της να κρατούν μισάνοιχτη την πόρτα του ψυγείου. Ο θερμοστάτης ειδοποιεί για την άνοδο της θερμοκρασίας κι ένα έντονο επίμονο σφύριγμα ακούγεται από το εσωτερικό της ηλεκτρικής συσκευής. Τον γραπώνει από το μπράτσο και τον παρακινεί να σηκωθεί. Αγκαλιάζονται σφιχτά. Παραπατούν στο ρυθμό της σόουλ και του ψυγειοκαταψύκτη. Με την αφή αναζητούν το καυτερό, ο ένας στο στόμα του άλλου.
«Συγγνώμη αγάπη μου».
«Συγγνώμη καλέ μου».



Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

Εκδήλωση


Το Κέντρο Σημειολογίας του Θεάτρου, υπό την αιγίδα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, διοργανώνει εκδήλωση-αφιέρωμα στο Θεόδωρο Τερζόπουλο και στο Θέατρο Άττις, τη Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012 στην Αίθουσα «Τέχνης και Λόγου» της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας.

Ομιλητές:
Μαρίκα Θωμαδάκη, Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Αθηνών, Πρόεδρος του Κέντρου Σημειολογίας του Θεάτρου
Δημήτρης Τσατσούλης, Αν. Καθηγητής Πανεπιστημίου Πατρών, κριτικός θεάτρου
Καίτη Διαμαντάκου, Επίκουρη Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Αθηνών
Εύη Προύσαλη, Διδάκτωρ Θεατρολογίας Πανεπιστημίου Πατρών,κριτικός θεάτρου

Την προβολή του βίντεο με αποσπάσματα παραστάσεων επιμελείται ο Νεκτάριος-Γεώργιος Κωνσταντινίδης.

Πληροφορίες εκδήλωσης:
Δευτέρα 22 Οκτωβρίου
Αίθουσα «Τέχνης και Λόγου» της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας (Στοά του Βιβλίου)
Ελεύθερη είσοδος
Ώρα προσελεύσεως 19.30

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2012

Μανάβικο


Η βροχή άρχισε να δυναμώνει όμως εκείνος ήταν αποφασισμένος να γυρίσει πίσω. Έβγαλε το κεφάλι έξω από την τέντα κι ένιωσε αμέσως την υδάτινη επιδρομή  στο γέρικο κεφάλι του. Γρύλισε ελαφρά και προσπάθησε να δει τι συνέβαινε στο απέναντι πεζοδρόμιο. Η ορμή του χειμάρρου που λίγες ώρες πριν ήταν λεωφόρος θύμιζε ποταμό του Αμαζονίου , μόνο που τα νερά δεν ήταν κρυστάλλινα όπως στα εξιδανικευμένα ντοκιμαντέρ για το τροπικό κλίμα που με μανία παρακολουθούσε η Δέσποινα αλλά σκοτεινά και δυσώδη μεταφέροντας στο εσωτερικό τους δεκάδες ξύλα, πέτρες και υλικά άγνωστης προέλευσης από το αποψιλωμένο δάσος της πλαγιάς πάνω από το κατά τ’ άλλα ειδυλλιακό προάστιο της πρωτεύουσας. Έσφιξε τα δόντια και πάτησε την άσφαλτο, ή έστω αυτό που θα μπορούσε να ονομάσει άσφαλτος κάτω από τη λάσπη. Για λίγα δευτερόλεπτα έντονο φώς άστραψε στα δεξιά του. Το ισχυρό ένστικτο και τα γρήγορα αντανακλαστικά, παράδοξα για την ηλικία του, τον πέταξαν πίσω καθώς ένα όχημα παρασυρμένο από των όγκο των νερών και τη δύναμη της καταιγίδας πέρασε σχεδόν πάνω από τα πόδια του για να καταλήξει σφηνωμένο ανάμεσα στα δέντρα του πάρκου.
«Μάκη! Μάκη! Έλα πίσω ακριβέ μου, έλα πίσω! Δεν μπορείς να γυρίσεις στο σπίτι! Θα σκοτωθείς! Δε βλέπεις τι γίνεται; Τέτοια βροχή δεν έχω δει ογδόντα χρόνια τώρα! Έλα πίσω Μάκη μου! Γύρνα αγάπη μου!». Η ηλικιωμένη τον κοίταξε με τρυφερότητα. Προστατευμένη κάτω από την φαρδιά, κόκκινη τέντα του μανάβικου έμοιαζε κι εκείνη μέρος της πολύχρωμης βιτρίνας. Η πορτοκαλί πιτζάμα ήταν βρεγμένη αλλά δεν είχε χάσει το ζωηρό της χρώμα. Το αντίθετο συνέβαινε με τα άσπρα μαλλιά που από το νερό κιτρίνιζαν στις άκρες, ρυπαρά και λιγοστά. Την κοίταξε με οίκτο. Ρυτίδες χάραζαν το μέτωπο και το λαιμό. Τα καλοσχηματισμένα χείλη διατηρούνταν ακόμη ροζ, όπως και τα μάγουλα. Κάτω από το μπλε μπουφάν που απρόσεκτα είχε ρίξει στους ώμους έσφιγγε ένα μπράτσο που κατέληγε στον μελανιασμένο, μαύρο σχεδόν, καρπό της.
«Έλα πίσω Μάκη μου! Δε μας βλέπεις και τους δυό ; Γεροντάκια… πού να πάμε με τέτοια βροχή; Δεν μας αντέχουν τα πόδια μας… Σίγουρα κάποιος θα περάσει και θα μας βοηθήσει…Έλα ακριβέ μου, έλα αγόρι μου! Έλα άντρα μου!».  
            Της χαμογέλασε διστακτικά. Το μουσκεμένο σώμα του τον δυσκόλευε περισσότερο στην κίνηση. Η αποφασιστικότητα της ρώμης του κάμφθηκε. Γύρισε κοντά της, άπλωσε το χέρι και τον έπιασε από το λαιμό. Σήκωσε το μέτωπο κι έτριψε τη μύτη του στη δική της.
«Μείνε κοντά μου αγόρι μου. Σε χρειάζομαι δίπλα μου.». Κάθισαν και οι δύο κατάχαμα. «Ήθελες βόλτα αγόρι μου κι εγώ δεν ήθελα να στη στερήσω! Έλα! Μην στενοχωριέσαι, κάποιος θα περάσει…». Αγκάλιασε τον μεγάλο, καφετί Γκόρντον Σέτερ χώνοντας το πρόσωπο της μέσα στο δικό του. «Αγόρι μου, μην ανησυχείς…όλα καλά θα πάνε, είμαστε μαζί.».

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2012

...το κερασάκι

Σε συνέχεια της προηγούμενης επιστολής επισυνάπτω την παράγραφο απο την Εφημερίδα της κυβέρνησης για τους δικαιούχους δωρεάν σίτισης

Δικαιούχοι δωρεάν σίτισης:
1. Με τη δημοσίευση της παρούσης δικαιούχοι δωρεάν 
σίτισης είναι: 
α. Οι ενεργοί φοιτητές των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών 
Ιδρυμάτων (Α.Ε.Ι.) της ημεδαπής, του πρώτου, δεύτε−
ρου και τρίτου κύκλου σπουδών, όπως ορίζονται στο 
άρθρο 2 του ν. 4009/2011 (Α 195), εφόσον δεν είναι ήδη 
κάτοχοι πτυχίου, μεταπτυχιακού ή διδακτορικού τίτλου 
αντίστοιχα.(...)"

και τα σχόλια περιττεύουν...

Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2012


Επιστολή
Κοινοποίηση σε :
  • Υπουργείο Παιδείας, Δια βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων
  • ΜΜΕ
  • Μέσα κοινωνικής δικτύωσης
1/10/2012

Αξιότιμοι κύριοι,
Με την επιστολή αυτή δεν έχω την ψευδαίσθηση πως απευθύνομαι ουσιαστικά σε ουσιαστικά υπευθύνους. Από την άλλη, σ’ αυτό το ιστορικό αδιέξοδο νιώθω σαν να’ χω την ανάγκη ν’ απευθυνθώ στο σύμπαν, στη φύση  που με έφερε σε αυτόν τον τόπο να κατοικήσω ή ακόμα και σε όλους όσοι μπορούν ακόμα ν’ ακούν.
Φτάνοντας τα τριάντα χρόνια να ζω και ν’ αναπνέω στη χώρα μου, είμαι απελπισμένη γιατί όσο και αν θέλω να συνεχίσω να προσπαθώ, εκείνη συνεχίζει να με στριμώχνει τόσο μα τόσο πολύ που κι ο λιγοστός αέρας ελπίδας τελειώνει.
Άνεργη εκπαιδευτικός(όπως ασφαλώς οι περισσότεροι),  πτυχιούχος της Φιλοσοφικής σχολής(όπως ασφαλώς πάρα πολλοί), ανασφάλιστη(όπως επίσης πάρα πολλοί), άπορη η ίδια (εφόσον συντηρούμαι από τις συντάξεις των ηλικιωμένων συγγενών μου) αποφάσισα να επιδιώξω ένα δεύτερο πτυχίο στη ζωή μου, ευχόμενη να προσθέσω στο βιογραφικό μου εκείνο το κάτι ακόμα που θα κάνει τη διαφορά για μπορέσω να ζήσω με αξιοπρέπεια και όχι παρασιτικά σε βάρος των αγαπημένων μου. Ένα πτυχίο που επίσης χρωστούσα στον εαυτό μου καθώς συμβαίνει να συνδυάζει τα προσωπικά ενδιαφέροντα με την εργασία μου ως εκπαιδευτικός.  Εγκαταστάθηκα λοιπόν σε μια ελληνική επαρχιακή πόλη αντί να ψάξω την τύχη μου στο Μόναχο ή την Αδελαΐδα   κι αποφάσισα να επενδύσω τα λιγοστά οικογενειακά έσοδα στη γνώση. Κοπίασα μια ολόκληρη χρονιά για να ανταποκριθώ στις ακαδημαϊκές υποχρεώσεις με πληρότητα και υπευθυνότητα και τα κατάφερα.
Δυστυχώς, σ’ αυτή τη χώρα τίποτα δεν μπορεί να προχωρήσει θετικά πια. Ενημερώθηκα πως με νέο νόμο μου αφαιρείται το δελτίο ειδικού εισιτηρίου και το δικαίωμα παροχής ακαδημαϊκών συγγραμμάτων επειδή είμαι κάτοχος δεύτερου πτυχίου,( αν και επιτυχούσα με το θεσμό των πανελληνίων εξετάσεων).  Αντιλαμβάνομαι όπως και ο καθένας πως το κράτος αδυνατώντας να αποπληρώσει τα χρέη του Ιδρυμάτων Ανώτατης Εκπαίδευσης , παύει την οποιαδήποτε οικονομική διευκόλυνση σε νέους ανθρώπους, ερευνητές, επιστήμονες, φοιτητές που αποδεδειγμένα πλέον έκαναν το «λάθος» να συνεχίσουν τις σπουδές τους στην Ελλάδα και δεν επέλεξαν να την εγκαταλείψουν για την υποτροφία ενός έγκυρου Πανεπιστημιακού Ιδρύματος του εξωτερικού.
Προτού υποχρεωθώ να αφήσω τις σπουδές μου και να αποδεχθώ την πενία και την ηθική κατάπτωση ενός ακόμη άνεργου πτυχιούχου εφόσον όπως καταλαβαίνετε θα πρέπει να πάψω να τρέφομαι ως ανθρώπινο ον και να δέχομαι πλέον μόνο πνευματική τροφή για να επιβιώσω,  ζητώ να μπορούν οι φοιτητές να καταθέσουν το εκκαθαριστικό σημείωμα της φορολογικής τους δήλωσης ως αποδεικτικό της οικονομικής τους κατάστασης για να διατηρήσουν έστω το δικαίωμα στη γνώση και τη μετακίνηση. Είναι ηλίου φαεινότερο πως για να σπουδάζει ξανά κάποιος, δεν μπορεί να βρει δουλειά με τα έως τώρα προσόντα του, άρα είναι άνεργος ή υποαπασχολείται, και άρα έχει ανάγκη έστω μερικής οικονομικής ενίσχυσης από ένα κράτος που από την άλλη πλευρά απαξιώνει δυστυχώς τη γνώση και την προσπάθεια.
Είναι  θλιβερό να εμποδίζεται η γνώση και η παιδεία στη χώρα που γέννησε τις τέχνες και τα γράμματα.
Ζητώ συγγνώμη για το ύφος της επιστολής αλλά είμαι αρκετά ταραγμένη για να προσποιηθώ το τυπικό μιας επίσημης επιστολής.

Με εκτίμηση,
Μαρία Ν. Μπινίκου
Φιλόλογος-Ειδική Παιδαγωγός,
Φοιτήτρια τμήματος Θεατρικών Σπουδών

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

2ND WORLD JAZZ MUSIC FESTIVAL

Πηγη: www.tovima.gr

Φέτος, το 2ο World Jazz Music Festival συνεχίζει να βρίσκεται ψηλά. Από τον λόφο του Στρέφη... προσγειώνεται στην αυλή του κτιρίου του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων (Ερμού 134 - 136), υποδεχόμενο το φθινόπωρο με 2 τριήμερα world και jazz μουσικής.

Στο νεοκλασικό κτίριο, 38 μουσικά σχήματα, 160 μουσικοί φιλοδοξούν να δημιουργήσουν μια ξεχωριστή εμπειρία, παντρεύοντας τις διάφορες μορφές της jazz (progressive, funk, modern, european, experimental) με την world σκηνή, σε μια μοναδική ατμόσφαιρα μουσικής ανταλλαγής και επικοινωνίας με την συμμετοχή νέων ταλαντούχων και παλαιότερων καταξιωμένων δημιουργών.

Στα πλαίσια της διοργάνωσης έχουν ενσωματωθεί 3 παραστάσεις θεάτρου δρόμου, 1 jazz musical, Bazaar χειροποίητου κοσμήματος και ρούχων από νέους καλλιτέχνες ενώ θα ακολουθήσουν DJ sets και jamming sessions μέχρι το πρωί.

Το World Jazz Music Festival έχει σχεδιαστεί σαν φεστιβάλ διαρκείας. Ένα για κάθε εποχή του χρόνου. Το επόμενο μέσα στο Χειμώνα.

Πρόγραμμα 1ου τριημέρου 28-30 Σεπτεμβρίου - Ωρα Έναρξης: 19.00
Παρουσίαση: Πάνος Αθανασόπουλος
Guests: Enza Magnolo (Ιταλία), Έλενα Χρίστοβα (τραγουδίστρια των ΒΑΒΑ - ZULA)
Μανώλης Οικονόμου (Εν Λευκώ), Littamat (DJ), Μελίνα Θεοχαρίδου (DJ), Κώστας Κασσάρας (DJ)
Παρασκευή 28 Σεπτέμβρη 2012
03 modern jazz trio, 19:00
Shaolin Bunnies (experimental jazz), 20:00
Yiafka Playground 4 (jazz), 21:00
Sαmi Amiris Quintet (a journey in modern jazz), 22:00
Kassetas - Spanos Group new cd, Jungle of Illusions (free jazz), 23:00
Human Touch (jazz), 00:00
Σάββατο 29 Σεπτέμβρη 2012
Sabbia Trio (world jazz) | 19:00
Music Soup (jazz funk) | 20:00
Andreas Polyzogopoulos & Kostis Christodoulou Duet (space, grooves jazz by Pink Floyd), 21.00
Vagelis Stefanopoulos Trio (european jazz), 22:00
Georgiadis Trio (hard bop & jazz funk), 23:00
Yiannis Kassetas and the Funk Wizards (progressive jazz funk), 24:00
ENCARDIA (Italian folk), 01:00
Κυριακή 30 Σεπτέμβρη 2012
Novitango (μουσική από την Αργεντινή), 19:00
Michalis Katachanas Quartet (world jazz), 20:00
Zoolixo λίγο (rock jazz), 21:00
Yiorgos Zikoyiannis Trio (world jazz), 22:00
Delos Project (world jazz), 23:00
Anakata (world jazz), 00:00

Πρόγραμμα 2ου τριημέρου 5-7 Οκτωβρίου | Ώρα Έναρξης 19:00
Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2012

Ο Anamateur παρουσιάζει «Μια αμφιβολία εγεννήθη στο μυαλό ενός ευγενούς τιμωρού» (jazz musical), 19:00
Unterwegs (world music), 20:00
Carousel (Mediteranean folk), 21:00
Harris Lambrakis Quartet (experimental jazz), 22:00
Masterz of the Stringz (φολκλορική ραψωδία), 23:00
Crazy People Music (jazz funk), 00:00
Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2012
Night and Day (gipsy swing), 19:00
ΙΧΩΡ (ινδική κλασσική μουσική, ρεμπέτικα), 20:00
Yiannis Papadopoulos (modern jazz), 21:00
Batuca (samba/ percussion band) | 22:00
Αποστολάκης (Χαΐνηδες) & members of Mode Plagal (world jazz)
& Κι όμως κινείται, 23:00
Aggeliki Toubanaki & The Jazz Bastards (world jazz), 00:00
Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012
El duo de dos (μουσική από την Αργεντινή), 19:00
Momo Trio (jazz), 20:00
Fuga Perpetua (world jazz), 21:00
George Kontrafouris Baby Trio new cd, urban jazz, 22:00
Alekos Vretos Quintet (world jazz), 23:00
Kostas Anastasiadis Trio (jazz), 00:00
Alcalica (jungle beats - ethnic), 01:00

Τιμές εισιτηρίου | 
10€ ολόκληρο, 8€ φοιτητικό, άνεργοι (με κάρτα ανεργίας) & προσέλευση πριν τις 20:00

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012

Memento mori


Ποιός μπορεί να ξεχάσει το θάνατο; 
Είναι απίθανο για ένα λαϊκό άνθρωπο του μεσαίωνα στην Δύση, το να μπορούσε να αγνοήσει τη θνητότητα, με το μέσο όρο της ηλικίας για την εποχή του να μην ξεπερνά τα σαράντα χρόνια και το λιμό[1] να "ξεπαστρεύει" τους ευρωπαίους σαν τα ποντίκια. Κι όμως, εμείς οι σύγχρονοι Δυτικοί πόσο κοντά μας νιώθουμε το τέλος της ύπαρξης;
Τεχνολογία, ιατρική, εξέλιξη, πρόοδος, κατανάλωση…λεξιλόγιο που σε σπρώχνει προς τα πάνω, προς την επιβεβαίωση μιας δυνατής ζωής, την ισχυροποίηση της θέσης σου στον κόσμο που σε περιβάλλει, την«αθανασία». Έστω κι αν η τελευταία αφορά το πνεύμα, εκείνο το δόλιο σώμα ξεγελιέται και προσπαθεί να πετάξει, ν’ ανέβει ψηλότερα, να ξεχάσει, να φάει και να πιεί λες κι αποζητά να μείνει χορτασμένο στην αιωνιότητα. Τι μας κρατά αθάνατους; Ο έρωτας; Η γνώση; Το χρήμα; Η τιμή; Αναζητούμε σαν εργατικά μυρμήγκια (τις περισσότερες φορές…) εξαντλώντας την ύπαρξη μας, όλα όσα θα μας ευχαριστήσουν, θα γεμίσουν υπερηφάνεια το πνεύμα μας, θα μας «ψηλώσουν», θα φθίνουν για μας το φόβο της φθοράς και του θανάτου.
«Memento mori», δηλαδή «θυμήσου πως είσαι θνητός»
Σήμερα μας χρειάζεται αυτή η υπενθύμιση, όχι γιατί μας συμβαίνουν μαζικά επεισόδια εγκεφαλικής παράλυσης, αλλά γιατί σε όσους τελικά συμβαίνουν είναι κρίμα να ξεχνούν τι βρίσκεται έξω από την πόρτα τους. Η συνειδητοποίηση της ισότητας μας απέναντι στο τέλος θα μπορούσε ίσως να μας κάνει πιο συμπονετικούς κι η συμπόνια δεν δίνει ούτε παίρνει. Σε φέρνει απλά πιο κοντά στη φθαρτή, θνητή φύση σου.
               



[1] Τον Οκτώβριο του 1347, γενοβέζικα εμπορικά πλοία από το λιμάνι της Κάφας στην Μαύρη Θάλασσα, που προσέγγισαν το λιμάνι της Μεσσήνης στη Σικελία, γεμάτα ετοιμοθάνατους και νεκρούς, μετέφεραν στην Ευρώπη την ασθένεια της πανώλης. Η ασθένεια αυτή είχε δύο μορφές: τη βουβωνική (ή σηψαιμική) και την πνευμονική. Μεταδιδόταν ακαριαία και βοηθούμενη από τις κακές συνθήκες υγιεινής, την έλλειψη ιατρικών γνώσεων της εποχής και τις επακόλουθες δεισιδαιμονικές προλήψεις, στις αρχές του 1348 είχε ήδη διαδοθεί από την Ιταλία, σε όλη την κεντρική Γαλλία, μέχρι τον χειμώνα του ιδίου έτους στην νότια Αγγλία και στη συνέχεια στις Κάτω Χώρες. Συνέπεια της επιδημίας ήταν να χαθεί σχεδόν το ένα τρίτο του πληθυσμού της Ευρώπης. Η επιδημία ξαναχτύπησε και στα επόμενα χρόνια του 14ου αιώνα, με μικρά χρονικά διαλείμματα, αναιρώντας έτσι ολοκληρωτικά την δημογραφική αύξηση που είχε σημειωθεί στα μέσα του 13ου αιώνα / ΠΗΓΗ: Wikipedia.org, Μαύρη πανώλη

Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2012

www.kathimerini.gr


Με όλο το σεβασμό αναδημοσιεύω το παρακάτω άρθρο, βρίσκοντας τις παρατηρήσεις του κ. Λυγερού εξαιρετικά επίκαιρες.

Η πολιτεία, τα κενά και η Χρυσή Αυγή
Tου Σταυρου Λυγερου
"Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το ποσοστό της Χρυσής Αυγής ανεβαίνει. Οι Ελληνες δεν έχουν προσβληθεί από κάποιον μυστηριώδη ακροδεξιό ιό. Υπάρχουν αιτίες, που μία μέχρι πρότινος περιθωριακή οργάνωση έχει τέτοια απήχηση. Και οι αιτίες είναι η παράνομη μετανάστευση, η διάσπαρτη εγκληματικότητα και η διάχυτη ανομία.
Οσοι νομίζουν ότι με τις καταγγελίες περί ναζιστών, ταγμάτων εφόδου κ. λπ. θα ανασχέσουν το λαϊκό ρεύμα υπέρ της Χρυσής Αυγής πλανώνται. Η πολιτεία αφήνει επικίνδυνα κενά. Η φύση και η ζωή, όμως, απεχθάνονται τα κενά. Η Χρυσή Αυγή δεν κερδίζει έδαφος στην κοινωνία με ιδεολογικούς όρους. Το κερδίζει, επειδή καλύπτει με τον δικό της βίαιο και απεχθή τρόπο τα κενά.
Εδώ και χρόνια, οι κάτοικοι των αθηναϊκών συνοικιών που έχουν μετατραπεί σε άτυπα γκέτο, διαμαρτύρονται για τη ραγδαία επιδείνωση της καθημερινότητάς τους. Οι δραματικές εκκλήσεις τους προς τον δήμο, την κυβέρνηση και τα κόμματα, όμως, δεν έβρισκαν ανταπόκριση. Ακόμα χειρότερα, αντιμετωπίζονταν σαν ρατσιστές!
Είναι πολιτικά ανήθικο, όμως, φιλελεύθεροι αστοί και εύποροι αριστερίζοντες, από την απόσταση ασφαλείας των βορείων προαστίων, να κουνάνε το δάκτυλο και να παραδίδουν αντιρατσιστικά μαθήματα σ’ αυτούς που βιώνουν εφιάλτη. Είναι ανέξοδο και εύκολο να πουλάς ανθρωπισμό, όταν δεν υφίστασαι τις επιπτώσεις, όταν η μόνη σχέση σου με τους παράνομους μετανάστες είναι να τους χρησιμοποιείς ως υπηρετικό προσωπικό. Αυτού του είδους οι αντιρατσιστικές κορώνες το μόνο που καταφέρνουν είναι να τροφοδοτούν πολιτικά τη Χρυσή Αυγή.
Ενώ η πολιτεία ολιγωρούσε για να μην ενοχλήσει εργοδότες που χρησιμοποιούσαν «μαύρη εργασία», ενώ τα αριστερά κόμματα στρουθοκαμήλιζαν στις ιδεοληψίες τους, η Χρυσή Αυγή έκανε ακτιβισμό. Ετσι ο Νίκος Μιχαλολιάκος το 2010 απέσπασε στον Δήμο Αθηναίων 5,3% και στις προβληματικές συνοικίες μέχρι και 20%. Τα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα, λοιπόν, δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία.
Υποκαθιστώντας την πολιτεία στη Ραφήνα και αλλού, η Χρυσή Αυγή εμφανίζεται προστάτης των νομίμων εμπόρων, οι οποίοι υφίστανται αθέμιτο ανταγωνισμό από το εκτεταμένο παρεμπόριο. Την ίδια ώρα που η πολιτεία κωφεύει στις διαμαρτυρίες τους, αλλά τους φορτώνει με πρόσθετα φορολογικά βάρη. Προφανώς, οι χρυσαυγίτες διέπραξαν το αδίκημα της αντιποίησης αρχής και πρέπει να δικασθούν. Στη συνείδηση ενός ολοένα και μεγαλύτερου ακροατηρίου, όμως, η πράξη τους είναι δικαιωμένη. Κι αυτό είναι το πιο ανησυχητικό.
Παλαιότερα, λαϊκοί άνθρωποι, όταν ένιωθαν ότι αδικούνται, απειλούσαν με καταγγελία στους «τηλεοπτικούς εισαγγελείς» που τότε δέσποζαν στα κανάλια. Η κάθε είδους υποκατάσταση της πολιτείας οφείλεται στο γεγονός ότι δεν υφίσταται αξιόπιστο κι αποτελεσματικό Κράτος Δικαίου. Οι θεσμοί υπάρχουν, αλλά, όπως λειτουργούν, διά παραλείψεως τροφοδοτούν την κάθε είδους ανομία.
Οσο η πολιτεία θα αφήνει κενά κι όσο η κρίση θα απαξιώνει το κατεστημένο πολιτικό και μιντιακό σύστημα, το ακροατήριο της Χρυσής Αυγής θα μεγαλώνει. Αυτή είναι η πικρή αλήθεια και όσοι επιχειρούν να συνδέσουν την άνοδό της με το ιδεολογικοπολιτικά αδέσποτο κίνημα των «Αγανακτισμένων» για άλλη μια φορά καταφεύγουν σε φθηνές προπαγανδιστικές ερμηνείες."

Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2012

Βασίλης Αλεξάκης

(άρθρο της Κουζέλη Λαμπρινής, δημοσίευση 6/9/2012)

Με το νέο του μυθιστόρημα, που κυκλοφόρησε στη Γαλλία με τον τίτλο L'enfant grec(Stock) (Το ελληνόπουλο), είναι υποψήφιος για το γαλλικό βραβείο Γκονκούρ 2012 ο πεζογράφος Βασίλης Αλεξάκης, συγγραφέας, μεταξύ άλλων, των μυθιστορημάτων Η μητρική γλώσσα (Εξάντας, 1995), Οι ξένες λέξεις (Εξάντας, 2003) και του πρόσφατου Η πρώτη λέξη (Εξάντας, 2011), με το οποίο ήταν επίσης υποψήφιος για το Γκονκούρ το 2010. 

Στο L'enfant grec, ο αφηγητής, αναρρώνοντας από μια μεγάλη επέμβαση, επισκέπτεται τον κήπο του Λουξεμβούργου με τις πατερίτσες του και συνομιλεί με τους διαβάτες και τους εργαζόμενους στον κήπο ενώ νοσταλγεί τον κήπο της παιδικής του ηλικίας, στην Καλλιθέα. Όταν η μοναξιά πυκνώνει γύρω του, τον επισκέπτονται αγαπημένοι ήρωες από τα αναγνώσματα της νεότητας, ο Γιάννης Αγιάννης, οι Τρεις Σωματοφύλακες, ο Ταρζάν… αλλά και ο θάνατος, με τη μορφή μιας γιγάντιας μαριονέτας.

Εκτός από τον Βασίλη Αλεξάκη, υποψήφιοι για το βραβείο είναι οι: Gwenaëlle Aubry,Partages (Mercure de France), Thierry Beinstingel, Ils désertent (Fayard), Serge Bramly,Orchidée fixe (JC Lattes), Patrick Deville, Peste et choléra (Seuil), Joël Dicker, La vérité sur l'affaire Harry Québert (Fallois), Mathias Enard, Rue des voleurs (Actes Sud), Jérôme Ferrari, Le sermon sur la chute de Rome (Actes Sud), Gaspard-Marie Janvier, Quel Trésor!(Fayard), Linda Lê, Lame de fond (Bourgois), Tierno Monenembo, Le terroriste noir (Seuil), Joy Sorman, Comme une bête (Gallimard).

«Ισορροπημένη» χαρακτήρισε την εφετινή επιλογή ο γνωστός βιβλιοκριτικός και συγγραφέας Πιέρ Ασουλίν, μέλος της κριτικής επιτροπής του βραβείου από τον Ιανουάριο, ο οποίος πρόσθεσε ότι «διακρίθηκαν μυθιστοριογράφοι αφιερωμένοι στη λογοτεχνία, όπως ο Βασίλης Αλεξάκης, ο Ζερόμ Φεραρί και ο Ματιά Ενάρ».
Ο Βασίλης Αλεξάκης, ο οποίος γράφει στα γαλλικά και στα ελληνικά, έχει λάβει δύο φορές βραβείο από τη Γαλλική Ακαδημία, το Βραβείο Νουβέλας το 1997 για το Ο μπαμπάς και το Μεγάλο Βραβείο Μυθιστορήματος το 2007 για το μ.Χ., καθώς και το ελληνικό Κρατικό Βραβείο μυθιστορήματος το 2004 για τις Ξένες λέξεις.

Η βραχεία λίστα θα ανακοινωθεί στις 30 Οκτωβρίου και ο νικητής στις 7 Νοεμβρίου.

 Αναδημοσίευση απο www.tovima.gr