Μαρία Μπινίκου

Μαρία Μπινίκου


"You play with what scares you and you play with what you need"

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

Κουκούλα



 Σκοτάδι. Βαθύ πνιχτό σκοτάδι. Σιωπή.
Άνδρας: «Δε μπορεί. Δε γίνεται. «
»Μου είπες ψέματα.«
Σιωπή.
» Μου υποσχέθηκες. Ακούμπησες με το χέρι τον ώμο μου και υποσχέθηκες.«
Σύντομα βήματα, σέρνονται σχεδόν πάνω σε χωμάτινη επιφάνεια. Φύλλα ξερά διαλύονται κάτω από τα πέλματα.
            » Νομίζω, θα τρελαθώ. Όχι. Όχι, σίγουρα τρελαίνομαι. «
Σταματά. Λεπτή ακτίνα φωτός πέφτει κατακόρυφα από ψηλά και γλείφει το πάτωμα. Η φιγούρα ίσα που διαγράφεται. Ψηλός, αδύνατος.
»Όχι, όχι. Μην ξημερώσει. Δε θέλω να ξημερώσει. Όχι σήμερα. Κανένα ξημέρωμα. Κανένα σούρουπο. Όχι για’ μένα. Όχι. Όχι. «
Στέκεται ακίνητος. Διπλώνεται στα δύο. Γονατίζει. Απλώνει τα χέρια σε διάταση και παραμένει στην ίδια στάση. Σιωπή.
»Για πόσο θα  μείνω εδώ; Δεν είναι αυτό το τέλος; Τρελαίνομαι... Είμαι σίγουρος! Καίγομαι... καίνε τα μάτια, τα πόδια, τα χέρια, τ’ αρχίδια, τα δάχτυλα, τα ματοτσίνορα μου... Έφταιξα; Πού, γαμώ τη μάνα μου; Μίλα! Γιατί είμαι εδώ; «
Σκοτάδι ξανά. Παλάμες που ψηλαφίζουν τον τοίχο ολόγυρα τους. Βαθιές αναπνοές. Βήχας ξερός. Φλέγμα. Νύχια σκαλίζουν σκληρή επιφάνεια.
» Ψέματα…ή αλήθεια; «
» Πού τελειώνει και πού αρχίζει; «
» Όχι, όχι…δε θέλω να ξημερώσει, σίγουρα... χάνω το μυαλό μου...«
» Μ’ ακούει κανείς; «
Πέφτει ξανά η λευκή κατακόρυφη ακτίνα. Ξαπλωμένος σε εμβρυακή στάση με τα χέρια στα μάτια του. Το φώς τον διαπερνά σαν να τον κόβει στη μέση.
»Γιατί; «
»Είμαι ηλίθιος. Σίγουρα ηλίθιος. Αλλά… φαίνομαι αλήθεια, τόσο ηλίθιος; Δε θα πιστέψω ξανά… όχι, όχι, σίγουρα όχι, ότι κι αν μου πει, για κανένα λόγο… κι αν…όχι…ναι. «
Ακούγεται ήχος σαν το βόμβο λάμπας νέον πριν ανάψει.
            »Είμαι μόνος;  Μ’ αφήσανε μόνο; «
»Ε, Ε, Ε είσαι εκεί; Ε, Ε, Ε μ’ ακούς;«
            Σηκώνεται όρθιος με μια κίνηση.
            »Καθίκι μ’ ακούς! ΘΑ ΜΕ ΑΚΟΥΣΕΙΣ! Πού είναι… «
» Ποια είναι η δουλειά; «
»Με βλέπεις; Με ακούς; Κώλε! Δουλειά σου ζήτησα, δου-λειά! «
            » Γελάς; Άκου, γελάει ο πούστης! Ρε, ρε, εσύ με ρώτησες, ρώτησες τι θέλω…κι εγώ σου είπα, μια δουλειά! «
»Δουλειά! Αυτό μου’ ρθε…αυτό... Έχω καιρό, να δουλέψω…αυτό... «
» Καιρό…να τρίψω τις τσίμπλες απ’ τα μάτια μου… «
»καιρό να κουραστώ...να βγω στο δρόμο…να στριμωχτώ...να πατηθώ, να μυρίσω τον ιδρώτα, δώδεκα ώρες μετά… «
»Γελάς; Καθίκι, μ’ ακούς; Μ’ ακούς; Γελάς; Μ’ ΑΚΟΥΣ; Μόνο αίμα και σπέρμα γουστάρεις να μυρίζεις...Πού είναι η πόρτα; ΠΟΥ; «
            Σκοτάδι. Βήματα τρέχουν. Απομακρύνονται και επιστέφουν. Ένας άνθρωπος. Γροθιές χτυπούν σκληρή επιφάνεια. Ψιλές πέτρες κυλούν και γίνονται σκόνη.
            » Πως με βρήκες; Πώς με ξέρεις; Είσαι εδώ! Σ’ ακούω. Σε αναπνέω. Βρωμιάρη! Ο καπνός σου, τι σκατά πίνεις; Τεκίλα, ρούμι, πετρέλαιο; Φάε τα σκατά μου! ΦΑΤΑ!
            Φως. Η λεπτή ακτίνα τον χτυπά στο πρόσωπο. Φορά μια μαύρη πλεκτή κουκούλα. Δεν υπάρχει πρόσωπο. Είναι γονατιστός. Χτυπά με τις παλάμες το κορμί του.
            » Πώς μ’ έφερες εδώ; Πώς κλείστηκα εδώ; Ξεχνάς ποιος είμαι; Ποιος είμαι; Έχω τελειώσει Πολυτεχνείο εγώ! Μ’ ακούς μαλάκα;  «
»Άριστα! Εννιά και εβδομήντα πέντε! Μαλάκα! Νομίζεις πως θα μείνω για πολύ εδώ μέσα; Μαλάκα! Εννιά και εβδομήντα πέντε! Ούτε μια τρίχα της μασχάλης μου δεν είσαι! Άνοιξε τώρα να βγώ! ΑΝΟΙΞΕ! «
            Σηκώνεται.
            »Τι είσαι ; Ποιος είσαι; «
»Σε πίστεψα, καθίκι, σε πίστεψα... Ακούμπησες το χέρι σου στον ώμο μου και το νόμισα δικό μου. Με ξεγέλασες. Μ’ έκανες να νομίζω πως ήσουν σαν κι εμένα. Σε πίστεψα. Μια δουλειά. Ρώτησες τι θέλω και σου’ πα μια δουλειά. Ότι να’ ναι, και ας τέλειωσα Πολυτεχνείο. Μεταπτυχιακό στα Πολυμέσα…«
»Να δουλέψω. Να σκεφτώ. Να φτιάξω. «
»Ν'αγγίξω τον αέρα, «
»… τις πέτρες, το χώμα, το νερό στη θάλασσα σου και να τα κάνω ύλη , από το κάτι ένα… «
»…να τους δώσω σχήμα, να γίνουν άλλα, «
»…διαφορετικά, καινούρια. «
» Σου ζήτησα μόνο την άδεια. Την άδεια να μπορέσω να πιάσω αυτά που τόσα χρόνια πατούσα. Να βγω από την πόρτα και να ξαναπεράσω όταν όλα πια θα έχουν τελειώσει. Αργότερα. Αργότερα πολύ. «
»Τόσο που θα’ χω κουραστεί, που ίσως και να μη θυμάμαι. Όμως αργότερα τόσο που να θέλω να ξαναγυρίσω στο κλουβί σου. Να θέλω γιατί θα ξέρω πως απλά ξαναγυρίζω. Να μη με νοιάζει η επιστροφή, γιατί είναι επιστροφή. «
            » Όχι όμως έτσι. Όχι έτσι παλιοπούστη! Καθίκι! Κερατά! «
Σκοτάδι ξανά. Ουρλιαχτό μακρόσυρτο.
            »Τρελαίνομαι. Είμαι σίγουρος. Δε μπορώ να μετρήσω ως το δέκα με το μυαλό μου.«
Φώς. Λευκό. Τον λούζει από ψηλά. Γύρω του απόλυτο σκοτάδι. Όρθιος με ανοιχτές παλάμες προς τον εαυτό του.
            » Ένα , δύο, τρία, τέσσερα, πέντε…έξι , εφτά, οχτώ…ογδόντα οχτώ, ογδόντα εννιά, ενενήντα…πάλι, πάλι, ξεχνάω, ξεχνάω…τετρακόσια, τετρακόσια ένα , τετρακόσια δύο και ενενήντα επτά…ξεχνάω, καλύτερα… «
» Δε θέλω να ξεχνάω αλλά καλύτερα. Μετράω, μετράς, μετράει…τετρακόσια , τετρακόσια ένα, τετρακόσια δύο και ενενήντα επτά…Γαμώ… «
» …τετρακόσια δύο και ενενήντα επτά, μείον εικοσιτέσσερα για το νερό, μείον εξήντα οχτώ για ρεύμα, μείον διακόσια τριάντα για τρείς τοίχους και μια πόρτα, μείον δεκατέσσερα χρόνια που  έζησα με τη μάνα μου, μείον δύο χρόνια που με γαμήσανε στα σύνορα, μείον ογδόντα τέσσερα βράδια που δε βγήκα με τους κολλητούς, μείον εκατόν είκοσι έξι μέρες που δεν ταξίδεψα, μείον ενενήντα βράδια που δεν κοιμήθηκα με την ωραιότερη γυναίκα , μείον δέκα κουβέντες που δεν αντάλλαξα με τον πατέρα μου, μείον ένα καπέλο που μ’ άρεσε και ποτέ δε φόρεσα γιατί θα φαινόμουνα γελοίος…«
Ξαφνικό σκοτάδι. Δυνατοί μεταλλικοί χτύποι από ψηλά σαν να σφραγίζουν το ταβάνι. Αδύναμο φως διαχέεται στο πάτωμα γύρω από τον άνδρα. Σέρνεται στο έδαφος. Ακουμπά τους τοίχους γύρω του σαν να περιεργάζεται την υφή τους. Σχεδόν δύο μέτρα πάνω από το κεφάλι του αποκαλύπτεται αμυδρά ένα μικρό παράθυρο.
» Μην ξημερώσει. ΜΗ. Δε θέλω άλλο φώς. Τι κάνω; Γιατί εγώ; Γιατί εδώ; Πόσο ακόμα; Τέλος. Θέλω να τελειώσει τώρα. Γιατί με κρατάς ζωντανό εδώ μέσα; Τι μπορώ να κάνω εδώ μέσα; Τι να πω; «
» Κάνε να τελειώσει. Δεν θέλω να σκέφτομαι. Κάνε να τελειώσει. «
» Τίποτα. Δεν είμαι χρήσιμος σε τίποτα…Δεν αξίζω γιατί δεν δουλεύω...δεν συμφέρω… ούτε φαί, ούτε νερό. Τότε γιατί ζω; Πώς ζω; «
»Σβήσε το φώς. Άσε με…τέλειωσε το τώρα. Όλα αυτά τα φαντάστηκα. Ψέματα…αλήθεια…«
» Κάνω πως αναπνέω. Κάνεις πως μ’ ακούς. «
Πιέζει με τα δάχτυλα το πάτωμα και σπρώχνοντας ανασηκώνεται. Απλώνει τα χέρια. Σαν να βρίσκει αντίσταση στον αέρα γύρω του , ακινητοποιείται.
            »Τι έχω κάνει για να υπερηφανευτώ... Γυμνάσιο, Λύκειο, Πολυτεχνείο, στρατός…γονείς, φίλοι, καθηγητές… διοικητές…σκατά…δικά μου, τα τρώω, τα τρώς… «
» Πού είμαι; Πώς βρέθηκα εδώ; Πού είναι η πόρτα; Υπάρχει πόρτα; Πώς μπήκα; Εδώ γεννήθηκα;«
» Βγάλε με από’ δω…θα κάνω ότι πεις…δεν αντέχω…»
Αδύναμο φώς. Σιγανό βουητό σαν από έντομο.
            «Θα κάνω ότι πεις…έχω αρχίσει να κουράζομαι. Μάλλον έχω ήδη κουραστεί τόσο που δεν αντέχω . Δεν περιμένω τίποτα…Τέλειωσε με, τώρα.«
            «Περιμένεις…τι άλλο ρε μαλάκα, τι άλλο περιμένεις; Είμαι το τίποτα. Αυτό μου υπενθυμίζεις, σ’ αρέσει να μου το υπενθυμίζεις…πως δεν μπορώ, πως δεν θα μπορέσω ποτέ… «
 »Έτσι κι εκείνος…σίγουρος πως δεν μπορούσα να κάνω τίποτε, για εκείνον ήμουν άχρηστος για όλα… πούστη με θεωρούσε, επειδή δεν έβλεπε να πηδάω γκόμενες, επειδή δεν έφτυνα πράσινες ροχάλες στο πεζοδρόμιο, επειδή είχα αγοράσει εκείνο το καπέλο…τζόκεϊ γαλάζιο με ασημένια γράμματα και μια κόκκινη σημαία στο γείσο…
» Με σιχαινότανε…μας σιχαινότανε…γι’ αυτό την έστειλε στο διάολο μια μέρα…εγκεφαλικά νεκρή...  Χρόνια ήταν νεκρή μα δεν το καταλάβαινε. Πιτσιρικάς αλλά το έβλεπα. Έλιωνε σαν το βούτυρο κι απλώνονταν η τσίκνα σ’ όλους τους ορόφους… Βλαστήμιες απ’ το πρωί ως το βράδυ. Έπεσα από τη σκάλα, χτύπησα στο πόμολο της πόρτας, σκόνταψα στο πεζοδρόμιο…
» Πατέρας σου είναι, σκληρός μα πα-τέρας σου… Ευτυχώς δεν τόλμησε να μ’ αγγίξει. Δεν ξέρω γιατί…ΑΚΟΥΣ; Δεν τόλμησε να μ’ αγγίξει! «
»Αν το έκανε ίσως και να είχα λόγο για να τον σκοτώσω. Θα ήμουν ελεύθερος τώρα! Ακούς σκύλε; «
» Τι είσαι; Ποιος είσαι; «
Σκοτάδι ξανά. Μεταλλικό αντικείμενο πέφτει με κρότο στο πάτωμα.
            »Τι θέλεις; Γιατί με κρατάς ζωντανό; Είμαι ζωντανός; Πώς γίνεται να’ μαι ζωντανός, τόσες μέρες χωρίς φαί, χωρίς νερό; Είμαι νεκρός; Έτσι μου φαίνομαι… «
Φώς. Κατακόρυφη λεπτή ακτίνα που πέφτει από την οροφή στο πάτωμα. Ακριβώς πάνω από το κεφάλι του κρέμεται σχοινί με θηλιά στην άκρη.
            » Ζω ακόμα…προσωρινά…μέχρι να δεις πως πνίγομαι…να περάσω μόνος , με τα χέρια μου, στο τίποτε…στο ποτέ…Δεν είσαι βασανιστής, δεν είσαι άνθρωπος…τι είσαι; «
»Είμαι μόνος μου, γιατί μόνος μου νιώθω… Σαν να μην υπήρξαν άλλοι στην ιστορία. Μόνος. Ένας…ένας απλήρωτος, ένας άνεργος, ένας εγκαταλειμμένος, ένας βασανισμένος, ένας άχρηστος, ένας ανέραστος, ένας ηλίθιος, ένας φονιάς, ένας απαίσιος , ένας γιός του κανένα που δεν κατάφερε ποτέ να μάθει γιατί τα μάτια του έβλεπαν μόνο σκοτάδι…ή αν το σκοτάδι ήταν το πραγματικό φώς… «
            Γονατίζει. Χτυπά με τις γροθιές του το πάτωμα.
            »Το μόνο που προσπαθώ να θυμηθώ είναι το πότε ακριβώς με σκότωσα… «
» …ήταν πριν το Λύκειο ή μετά το στρατό; «
» Πότε, που σκότωσα τη μάνα μου αφήνοντας τη να κυλήσει στη σκάλα και να σπάσει στα δύο το ξερό της κεφάλι…σκόρπια μυαλά…ανθρώπινος χυμός από αίμα και μαλακή σάρκα…«
»Πότε συμφιλιώθηκα με τη σκέψη πως δε μου ταίριαζε τίποτε άλλο καλύτερα από το εννιά και εβδομήντα πέντε στη χρυσοτυπία του πτυχίου; Αυτός που ήθελα να είμαι δεν υπήρξε ποτέ. Φάντασμα… «
             » Αυτό βλέπω τώρα… «
            Ανασηκώνεται. Πιάνει τη θηλιά με τα χέρια. Την περνάει στο λαιμό, τη βγάζει, την ξαναπερνά.
            » Αυτό περιμένεις. Το ξέρω. Αυτό ήθελες από την αρχή. Μήπως αυτή είναι και η δουλειά που πρότεινες; Υψηλές αποδοχές, χαμηλό κόστος , ευχάριστο περιβάλλον…ευκαιρία που πρέπει να εκμεταλλευτείς! Τι είσαι; Ποιος είσαι;«
            » Εκμετάλλευση ίσον ευκαιρία! Ευκαιρία ίσον κέρδος! Κέρδος ίσον φιλοδοξία, κι εγώ, τι είμαι;  Έτοιμος για όλα! «
            Βγάζει τη θηλιά.
            » Μόνο που δεν καταλαβαίνω γιατί έχει ενδιαφέρον το δικό μου κεφάλι αν κρεμαστεί…ή μήπως δεν υπάρχει κι άλλος για να πάρει αυτή τη θέση; «
»Σε κουράζω. Πολλές ερωτήσεις…καταλαβαίνω… «
            »ΚΩΛΩΝΩ ΝΑ ΚΡΕΜΑΣΤΩ ΡΕ ΠΟΥΣΤΗ! Κωλώνω…ούτε αυτό δεν μπορώ να κάνω… «
» Τέλειωσε με…Τέλειωσε με εσύ! Δεν αντέχω άλλο…Δεν μπορώ να το κάνω εγώ. Με κούρασε το παιχνιδάκι σου…Φοβάμαι πως θ’ αρχίσω να γδέρνω με τα νύχια το πετσί μου. Φοβάμαι, φοβάμαι…«
» …κουράστηκα ως και να φοβάμαι.«
Το φώς σβήνει. Βαριές αλυσίδες χτυπούν μεταξύ τους. Βήματα πλήθους σε ρυθμό παρέλασης. Στρατιωτικό εμβατήριο που διακρίνεται από μακριά. Ουρλιαχτό.
            » Δεν αναπνέω. Δεν σκέφτομαι. Δεν ακούω την καρδιά μου να χτυπά… ναι, μα είναι προφανές! Ηλίθιε! Είσαι νεκρός!«
»Μα αν είμαι νεκρός… «
»… τίνος είναι η φωνή, τίνος είναι αυτός ο φόβος που στάζει γύρω και λερώνει τα πόδια μου… κυλά σαν το μέλι, κολλάει και στραγγίζει στους τοίχους…μυρίζει… «
» ποιος είναι αυτός που στέλνει το φόβο αν το κεφάλι μου στέγνωσε από σκέψεις και δεν τολμά να διώξει μια λέξη απ’ τα χείλια μου… «
»Το φως…έρχεται μόνο του. Δεν το θέλω μα εκείνο έρχεται. Τρυπά τα μάτια και διαλύεται κάτω από τη γλώσσα…δεν το θέλω αλλά έρχεται, με τυφλώνει, με πνίγει. Κλείσε τα φύλλα, κλείσε τα βιβλία, κλείσε το στόμα μου,  σβήσε τις φωνές… «
Φώς μπαίνει από το μικρό παράθυρο.
»Ξημέρωμα…διώξε το φώς…σκοτάδι ή φώς…δεν μπορώ να διαλέξω…κι αν πρέπει να διαλέξω …ποιο από τα δύο…τελικά μόνο αυτά τα δύο…σκοτάδι και φώς, έρωτας και θάνατος, γη και αέρας, ψίχα και κόρα… «
» Δε θυμάμαι, μου είπες να διαλέξω; Σιγά να μη μ’ άφησες ποτέ να διαλέξω…Εσύ προτείνεις κι εγώ εκτελώ. «
»Δε θυμάμαι αν με διέταξες να κρεμαστώ αλλά πριν κρεμαστώ, θέλω να δω πως έξω να ξημερώνει…κάποιος είναι έξω και βοηθά να ξημερώσει…«
»ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ; Ποιος είναι; ΒΟΗΘΕΙΑ! Ακούει κανείς; «
 »Πώς το σκέφτηκα; Πώς το σκέφτηκα; Ρωτάς; Ολοφάνερο, κάποιος βοηθά να ξημερώσει. Ποιος είναι όμως; Εγώ δεν είμαι. Εγώ έπαψα να είμαι. Πολύ καιρό πριν με πάψεις εσύ. «
 »Εκπλήσσεσαι; Αλήθεια, ήμουν καιρό νεκρός πριν μου γυρέψεις εσύ να βάλω το κεφάλι μου στον κουβά σου μαζί με τα σκατά μου και τ’ αποφάγια σου. Γελάς; Γέλα! «
Σκοτάδι ξανά.
»Όχι. ΟΧΙ .Όχι τώρα! «
Γροθιές. Φωνές. Χτυπήματα βίαια. Ψιλές πέτρες κυλούν μαζί με κομμάτια σοβά.
»Τι ήταν αυτό; Είναι κι άλλος εκεί; «
Τα χτυπήματα επαναλαμβάνονται.
» Είναι κι άλλος, είναι κι άλλος... Πού είσαι, πού είσαι φίλε; Ποιος είσαι; «
»… «
»Φίλε.. «
»Φίλε... Τι σημαίνει; Κι αυτό το ξέχασα… ξέχασα πως γράφεται, ξέχασα πώς λέγεται, ξέχασα πως παίζεται…θυμάμαι πως ξεχνιέται...«
Αμυδρά μπαίνει φώς από το φεγγίτη. 
» Είχα φίλο. Αδερφό. Καλό... Ήθελε δανεικά… Δε γουστάρω ελεημοσύνες...Τότε δε γούσταρα να κάνω ελεημοσύνες … Καλό παιδί αλλά λίγο…έλεγα. Ποτέ δεν ήταν μέσα στα πράγματα”…δεν κυκλοφορούσε στα κατάλληλα μέρη…«
»Του πήδηξα τη γκόμενα. Έτσι. Δεν τη γούσταρα αλλά την πήδηξα. Άνοιξε τα πόδια και την πήρα. Για να δείξω πως μπορούσα…πως δεν ήμουν ανίκανος…κι εκείνος, άνοιξε την πόρτα και βγήκε στο δρόμο,  καλή ζωή μου ευχήθηκε κι έφυγε…του το είπα γιατί δε μ’ ένοιαζε να το μάθει. Μάλλον δεν τον ένοιαζε να το μάθει. Πιο πολύ τον πείραξε που είχε ανάγκη και δεν τον δάνεισα…ο μαλάκας. «
» Φίλος… «
»Κι αν άκουσα κάποιον,  «
»…εκείνος θέλει να μ’ ακούσει; Σιωπή. Ξεγελάστηκα. Πάλι οι δύο μας μείναμε… «
Η λευκή ακτίνα ανάβει ξανά. Το φώς από το παράθυρο  χάνεται.
Με τα χέρια ψηλαφίζει τη μαύρη κουκούλα.
»Δεν αναπνέω. Δε μυρίζω... Σκοτάδι ή φως, δεν τα ξεχωρίζω. Δε λες ποιος είσαι αλλά μαντεύω. «
»Ο Θάνατος. «
» Η τιμωρία…«
»… ή η ησυχία, «
»…ο ύπνος; «
Το φώς της ακτίνας αργά χαμηλώνει. Το φώς του φεγγίτη επανέρχεται.
» Φοβάμαι, γιατί ξέρω πως έχεις δίκιο. Από την αρχή ξέρω πως έχεις δίκιο. Από την ώρα που μ’ ακούμπησες, στον ώμο... Απ’ την ώρα που πίστεψα πως ήσουν σαν κι εμένα… «
»…είσαι…Ποιος είσαι; Τι είσαι; Ότι κι αν πω, είσαι κάτι παραπάνω, πιο δύσκολο, πιο φοβερό, πιο δυστυχισμένο… «
» Κι αν σου πω ,πως θέλω να φύγω; Αν σου πω πως νομίζω πως μπορώ να φύγω; «
»Με φοβάμαι τόσο, που θέλω να φύγω...«
Εκκωφαντικός ήχος σειρήνας. Ανάβουν και σβήνουν λάμπες νέον στην οροφή.
» ΜΠΟΡΩ! Μπορώ να φύγω!«
Η σειρήνα σταματά. Τα φώτα συνεχίζουν ν’ ανάβουν και να σβήνουν. Εξακολουθεί να φαίνεται η αυγή έξω από το στενό φεγγίτη.
 » Μπο-ρώ, μπο-ρώ, να βγώ από’δώ… «
»Μπο-ρώ, μπορώ, μπορώ, μπορώ…ΜΠΟΡΩ! «
»Αλλά γιατί… «
Το φώς παραμένει αναμμένο. Τραβά το σχοινί με τη θηλιά. Λύνεται και πέφτει στο πάτωμα. Το περνά στο λαιμό και ξαπλώνει ανάσκελα.
» Να βρω λόγο για να βγώ από’ δώ…γιατί να βγώ…ποιος με περιμένει …ποιος είναι εκεί…κανείς…
»…κι όμως, αν είναι κάποιος… «
» θέλω ένα λόγο…θα του πω ,βρες μου ένα καλό λόγο…βρες μου ένα λόγο γιατί φοβάμαι να μένω ακόμα εδώ! «
»Δε μιλάς; Πώς κι έβγαλες το σκασμό; Τι; Καθίκι…ξέρεις πως δε βρίσκω αιτία για να ξεφύγω από τη φάκα σου! Έχεις δίκιο… «
» Εγώ σ’ έφτιαξα… «
»Εγώ σε πίστεψα… «
»Εγώ σ’ έχτισα… «
» Είσαι ότι είμαι, έγινα ότι μ’ έκανες… «
» Γιατί μου ζήτησες να διαλέξω; Δεν μ’ άφησα ποτέ να διαλέξω. Δεν διάλεξα τίποτε που να προσπάθησα να κερδίσω… «
»… επιθύμησα…αλλά δεν ζήτησα … «
»… τζόκεϊ γαλάζιο με ασημένια γράμματα και μια κόκκινη σημαία στο γείσο… «
»…να τη φωνάζω μάνα την ώρα που μπαίνω σπίτι απ’ τη δουλειά… «
»…να του πω χρόνια πολλά στη γιορτή του …
»…να τους ευχαριστήσω που μ’ άφησαν ν’ αντιγράψω στις εξετάσεις… «
»…να της πω πως την αγάπησα κι ας την είπα πουτάνα… «
»…να νιώσω ελεύθερος… «
Ανασηκώνεται.
»…κολυμπώντας… «
Βγάζει τη θηλιά από το λαιμό του.
»…γυμνός… «
Όρθιος. Αργά τραβά την κουκούλα προς τα πάνω.
»…στον βυθό… «
Κινείται σα ν’ αναδύεται από το νερό. Βγάζει την κουκούλα.
»…κι έπειτα στον ήλιο… «
Φώς καθαρό. Λευκό. Ημερήσιο .Έχει ξημερώσει.
»…μαζί με τους άλλους…να στεγνώσω… «
»…αλάτι…νερό, «
»…μόνο νερό και ελευθερία… «
Απλώνει τα χέρια. Τα χαρακτηριστικά του φωτίζονται. Τραβά τα ρούχα του. Σκίζει το φθαρμένο ύφασμα. Μένει γυμνός.
» …χωρίς να φοβάμαι το φόβο μου, «
Τεντώνει τις αρθρώσεις. Χέρια και πόδια σε πλήρη διάταση.
» Δεν είσαι,  «
»…γιατί σ’ ακυρώνω. «
» Δεν είσαι, γιατί δε σε φοβάμαι.«
Πουλιά πετούν. Χτυπούν τα φτερά τους.
»Δεν είσαι γιατί είμαι ελεύθερος… «
» …είμαι γιατί ήμουν από την αρχή,
»…κι είναι  τέτοια η δύναμη μου, «
»…που σε ξεχνώ «
» σαν να μην ήσουν ποτέ. »
»Είμαι ελεύθερος.»