Μαρία Μπινίκου

Μαρία Μπινίκου


"You play with what scares you and you play with what you need"

Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2012

Σφουγγαράκης

 (σκηνούλα, άσκηση για μονόπρακτο-χωρίς τις σκηνικές οδηγίες)

Σφουγγαράκης 

Στην πόρτα προβάλλει μια γυναίκα. Γυμνή σκουπίζει τα κοντοκουρεμένα μαλλιά της με λευκή χοντρή πετσέτα.
Αναστασία: «Ακόμα έτσι είσαι; Σήκω γαμώ το κέρατο μου!»
Βάσω: «Ζει μες τη θάλασσα σε ανανά...»
            Ξυπόλυτη διασχίζει το δωμάτιο και τραβά την ξαπλωμένη απο τα πόδια.
Αναστασία: « Γαμώ τον Μπόμπ και τα σφουγγαράκια...Σή-κω!»
Βάσω: «Πάρε ένα ψάρι και πάμε κοντά...»
Αναστασία: « Ποιό ψάρι; Ποιό ψάρι την τρέλα μου μέσα που θα μας φάνε τα ψάρια αν σ’ εμφανίσω έτσι στην εκκλησία...Πάλι στα παιδικά το ξέχασες; Το κέρατο μου!»
Βάσω: «Τετραγωνοπαντελονής
Αναστασία: «Τί αηδίες θεέ μου... «
            Την πλησιάζει και απομακρύνεται αμέσως.
            »...και πώς μυρίζεις έτσι ρε αγάπη! Ψαρίλα σκέτη!«
            Την αφήνει και ψάχνει στο σάκο που είναι πεταμένος πλάι στο κρεβάτι.
            » Ας βάλω τουλάχιστον εγώ ενα βρακί γιατί φαντάζομαι τις χαρούλες που θα κάνει ο αδερφός σου αν μας κάνουν οι κόρες του τσακωτές στο παρατρία του γάμου!»
Βάσω: «Ζει μες τη θάλασσα σε ανανά...»
Αναστασία: «Στη θάλασσα ναι, πες τα του Γερμαναρά  αυτά να χαρεί που τιμάς το χώρο εργασίας του ... Κάτω είναι ,αγκαλιά με το θειό σου και πίνουν μπύρες με τους κουβάδες, τους ακούς; Ούτε που πρόσεξαν πως μπήκα!»
Βάσω: «Ο Μπόμπ σφουγγαράκης!»
Αναστασία: «Ούτε ο σφουγγαράκης , ούτε ο μάστορας , ούτε ο αρχιμαφιόζος... δε μας σώζουν! Σήκω!»
            Την πιάνει απο τα χέρια και την τραβά. Η δεύτερη αναμαλλιασμένη, ρεύεται δύο φορές και ξεσπά σε δυνατά γέλια.
Βάσω: «Ποιός είναι; Ποιός είναι; Ο Μπόμπ σφουγγαράκης!»
Αναστασία: «Ο Φρέντερικ ο παιχταράς είναι και σε παντρεύεται σε μισή ώρα! Σήκω, σήκω την τρέλα μου που ήπιες πρωί πρωί όλο το Βόσπορο! Έλα, έλα καλή μου «
            Πλησιάζει ξανά και δοκιμάζει να τη σηκώσει παίρνοντας τη αγκαλιά.
»Έλα θησαυρέ μου. Έλα κάβλα μου. Σήκω ,που πρήστηκες και γίνηκες πρωί πρωί σα λουκάνικο φρανκφούρτης απ’τα ξίδια!
Βάσω: «Κίτρινος είναι και είναι μπελάς
Αναστασία: «Μπελάς, μπελάς που με βρήκε...»
            Σηκώνονται. Παραπατούν και πέφτουν μαζί στο πάτωμα.
Βάσω: «Πάρε ένα ψάρι και πάμε κοντά... «
Ρεύεται .
            »...να δούμε ένα σπόγγο μες τα νερά.
Αναστασία: «Βρωμάς κάβλα μου. Βρωμάς σαν τον μπάρμπα μου το Χρήστο που δεν άφηνε καραφάκι για καραφάκι. Ούζο κι εσύ; Ούζο; Τόσα σικ ποτά πίνουν στις ταινίες οι μέλλουσες νύφες. Ούζο;»
Βάσω: «Τι είναι αυτό που ακούγεται;»
            Προσπαθούν να σηκωθούν.
Αναστασία: «Ο μαλάκας ο γαμπρός που σου βρήκα είναι. Αυτός που ψωνίσαμε για να στην κάνει τη δουλειά!»
Βάσω: «Πες του μαλάκα...»
Φωνάζει.
Αναστασία: «Σσσς. Σκάσε κάβλα μου!»
Βάσω: «Πες του μαλάκα , να πάει να γαμηθεί
Αναστασία: «Όχι αλλού αγάπη μου, όχι αλλού. Ξέρεις πόσο την πληρώσαμε την ξερή του για να τον στείλουμε αλλού να την απλώσει;»
Βάσω: «Είναι, είναι...»
Αναστασία: «Αγοραστός πουλάκι μου, παλτό, πώς το λένε;»
Βάσω: «Να τραβήξει μια μαλακία και να μου τη στείλει σε μπουκαλάκι! «
            Ξαναπέφτει κάτω.
»Δεχόμαστε ταχυδρομικά και κατ’οίκον παράδοση... Ζεί μες τη θάλασσα σε ανανά...»
Αναστασία: «Πώς θα σε κάνω νύφη, μου λες;»
Βάσω: «Τετραγωνοπαντελονής! «
            Σηκώνονται ξανά και τραβούν τα πόδια τους πρός το μπάνιο.
» Αυτές οι αγριοφωνάρες του πουτσαρά μου είναι;»
Αναστασία: «Καλά, δε στο εγγυόμαι...»
Βάσω: «Να μου τη στείλει φωτογραφία!»
            Την αγκαλιάζει και τη φιλά.
Αναστασία: «Κάτσε κάβλα μου... Α, ρε Σωτήρη, που αν συναντηθούμε ποτέ στον άλλο κόσμο , απ’τη βλαστήμια που σου’χω ρίξει από την ώρα που η προκομμένη μας άνοιξε τη διαθήκη , κατευθείαν σαπούνι θα με κάνουν οι δικοί σου. Ποιά καζάνια και μαλακίες...»
Βάσω: «Δεν τον θέλω Τασούλα μου. Δεν τον θέλω τον ψαρά!»
Αναστασία: «Δεν είν’ ψαράς ο άνθρωπος αγάπη μου! Ρέγγες , διαφημίζαμε!Σκιέρ είναι. Αθλητής! Θυμάσαι; Το γκομενάκι με τις πλάτες... το λαδωμένο...που περνούσε πίσω απο την τουρίστρια που έτρωγε ρέγγα...»
Βάσω: «Τί να τον κάνω Τασούλα μου; Εγώ εσένα θέλω!»
            Την ξαναβουτάει. Φιλιούνται με πάθος. Της βγάζει το σουτιέν.
Αναστασία: «Ρε μανία! Τώρα θα το κάνουμε βρε ψυχή μου;Στο παρατέταρτο; Έχουμε γάμο μπροστά μας!»
Βάσω: «Θέλω να πιώ!»
            Της ξεφεύγει και πάει πρός το κρεβάτι. Την πιάνει απ’ τα μαλλιά. Πετά τη ρόμπα στο πάτωμα και μπαίνουν στο μπάνιο. Ακούγεται το νερό να τρέχει με δύναμη.
Βάσω:: «Παγωμένο!»
Αναστασία :«Έτσι, να τη φας και να’ ναι κρύα!»
Βάσω: «Τον ακούω! Πες του να σκάσει!»
Αναστασία: « Άγρια γλώσσα τα γερμανικά Βασούλα μου
Βάσω: «Μμμμ λες...»
Αναστασία: «Μην ξερογλείφεσαι μωρό μου. Για ένα βράδυ τον πληρώσαμε. Μία που θα μπεί ,μία που θα βγεί. Μη γλυκαθείς και θυμηθείς τα φοιτητικά στη Λάρισα!»
Βάσω: «Παρτούζα ήτανε...»
Αναστασία: «Καλό το κοκταίηλ αλλά σε γύρους σε χαλάει...»
            Η βρύση κλείνει. Βγαίνουν έξω . Την κρατά τυλιγμένη στην πετσέτα.Σχεδόν ψιθυρίζει.
Βάσω: «Ζει μες τη θάλασσα σε ανανά!»
Αναστασία: «Άντε να σε ντύσω τώρα...»
Βάσω: «Ναι, ναι, ντύσε με...»
Αναστασία: «Ντύ-σω. Ντύσω. Κάβλα μου εσύ! Γαμώ τους γάμους και τα μωρά! Βρε μήπως βγάζω με τα χέρια τα ματάκια μου!»
            Την ξαπλώνει στο κρεβάτι κι αρχίζει να ψάχνει ένα ένα τα συρτάρια κι έπειτα τις ντουλάπες.
Βάσω: «Ζει μες τη θάλασσα σε ανανά...ο Μπόμπ σφουγγαράκης...κίτρινος είναι και είναι μπελάς...ο Μπόμπ σφουγγαράκης...»
Αναστασία: «Θα το πάθω το εγκεφαλικό! Τι θα φορέσεις γαμώτο; Όλη η Πάτρα θα είναι στο γάμο! Κομμώτρια και θα σκάσεις σαν να’χεις περάσει το βράδυ στο κρατητήριο;»
Βάσω: «Ξεβράκωτη θα πάω! Να με βλέπεις και να λιγουρεύεσαι!»
Αναστασία: «Άκου να σου πω κούκλα μου, δεν έκανα εγώ διακόσια οχτώ χιλιόμετρα με τη μηχανή , να μου γίνει το κεφάλι...»
Βάσω: «Ο Μπόμπ σφουγγαράκης»
Αναστασία: «...ναι, σαν του Μπόμπ σφουγγαράκη...»
Βάσω: «Πες του να σκάσει. Πες του να σκάσει! Κωλογερμανοί φασίστες!»
Αναστασία: «...για να προλάβω το μυστήριο ,που ανάθεμα την ώρα που συμφωνούσα σ’αυτή την παράνοια, ενώ εσύ θα μου παριστάνεις το Ρωσιδάκι του στούντιο δώδεκα!»
Βάσω: «Και να τό’χανα το σπίτι;»
Αναστασία: «Ναι, μη χάσουμε, μεζονέτα στα Ψηλά Λώνια! Χεστήκαμε! Θα’χαμε την ησυχία μας τουλάχιστον! Κυψέλη κυρία μου, Κυψέλη που δε μας βλέπει και κανείς! Πακιστανοί, Ρουμάνοι και μπουρδέλα, άντε και κανένας χρυσαυγίτης!»
Βάσω: «Αφού τους φοβάσαι αυτούς!»
Αναστασία: «Ναι, όσο να’ναι. Μόνο στις τσόντες τις γουστάρουν τις λεσβίες αυτοί! Οι Ελληνίδες είναι μάνες και πατριώτισσες! Λες και το μουνί αγιάζεται μόνο με πούτσα!»
Βάσω: «Δεν ξέρουν τι χάνουν...»
Αναστασία: «Ναι κάβλα μου, δεν ξέρουν τι χάνουν...Να σε ντύσω νύφη τώρα γιατί τον βλέπω τον αδερφούλη σου να φτάνει αεροπορικώς στην ΑχαΪα για να το φχαριστηθεί το ρεζιλίκι μας!
Βάσω: «Δεν έχει αεροδρόμιο... ο Μπόμπ σφουγγαράκης...»
Αναστασία: «Ελικόπτερο θα προσγειώσει στα Βραχνέικα ο Παλαιοκώστας ο Θανασάκης! Που αν ποτέ του το σφυρίξουνε πως του τον έστησες το γάμο για να το πάρεις το σπιτάκι...»
Βάσω: «Μεζονέτα αγάπη μου, στα Ψηλά Λώνια!»
Αναστασία: «Ναι ψώνιο μου,ναι. Κάτσε να φτάσουμε στον Αγ’Αντρέα γιατί δε σε βλέπω να παίρνεις ούτε σπίτι , ούτε μετρητά!
Βάσω: «Πρέπει να κάνω και παιδάκι...»
Αναστασία: «Ξεχνιέται αγάπη μου, ξεχνιέται; Μαύρη Παρασκευή ...γαμώ τις κληρονομιές μου...Θα το βάλεις το ρημάδι να σου στεγνώσω τα μαλλιά;»
Βάσω: « Στέγνωσε κι η ψυχή μου...Δεν τον θέλω! Πες του το του μαλάκα! Πες του να πάει...»
Αναστασία: «Όχι, όχι!»
Βάσω: «Α, ναι, όχι ,όχι είπαμε! Κοστίζει ακριβά η μαλακία.»
Αναστασία: «Μπράβο!Είδες που μαθαίνεις σιγά σιγά;»
            Πιάνει το λευκό φουστάνι που κρέμεται στον καλόγηρο, πλάι στο κρεβάτι. Προσπαθεί να της το περάσει από το κεφάλι.
Βάσω: «Μη, μη, νομίζω θα ξεράσω.»
            Το βγάζει.
Αναστασία: «Τι θα γίνει; Σε δέκα πρέπει να είμαστε στ’αμάξι!»
Βάσω: «Αν δεν το βουλώσει ο Γερμαναράς , δεν πάω πουθενά!»
Αναστασία: «Κοίτα να συνηθίσεις
            Της το ξαναφορά.
»Γύρνα!»
            Προσπαθεί να την κουμπώσει.
Βάσω: «Μμμ. Μου θύμισες το κάμπινγκ στην Αντίπαρο...»
Αναστασία: « Ναι...στην Αντίπαρο αδελφές μου, στην Αντίπαρο...θα συγκεντρωθείς;»
Βάσω: «Πες του να σκάσει!»
            Σηκώνεται έξαλλη , πάει πρός την πόρτα και φωνάζει δυνατά.
Αναστασία: «Γαμπρέ,αν θέλεις να φας γαμοπίλαφο απόψε, κλείσε το στόμα σου για δέκα λεπτά αλλιώς δεν έχει γάμο ούτε τυράκι!»
            Κλείνει την πόρτα.
Βάσω: «Εσύ θα βάλεις κάνα φουστάνι ή θα συνεχίσεις να μου θυμίζεις τι χάνω που παντρεύομαι το γερμαναρά για ν’αποκτήσω σπίτι, παιδί και χρόνια κατάθλιψη;»
Αναστασία: «Έλα βρε κάβλα μου «
            Την αγκαλιάζει.
            » Αυτός ο βλάκας θα τα πάρει και θα την πουλέψει. Δεν θα περάσεις κι άσχημα. Δε μ’ αρέσει που το λέω αλλά ξέρουμε κι οι δύο πως δεν έπαψε να σ’αρέσει και το άλλο που και που!
Βάσω: «Ξέρεις,ε;»
Αναστασία: «Όλα τα ξέρω.»
Βάσω: «Και το παιδί;»
Αναστασία: «Μαζί θα το μεγαλώσουμε. Αφού τα’χουμε πει αυτά. Ο μπάρμπα-Σωτήρης μας γάμησε λίγο αλλά θα βγεί κι ένα καλό.»
Βάσω: «Κι αν είναι Γερμανάκι;»
Αναστασία: «Θα του κάνουμε σολάριουμ!»
Βάσω: «Δηλαδή να ντυθώ;»
Αναστασία: «Άντε βρε μωρό μου και νυχτώσαμε!»



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου