Μαρία Μπινίκου

Μαρία Μπινίκου


"You play with what scares you and you play with what you need"

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2011

Καφέ μοντγκόμερι

Έτρεμε. Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι είναι η ταραχή στα χείλη του. Χτυπούσαν οι επιφάνειες μεταξύ τους κι ενώ είναι από τη φύση τόσο τρυφερές , ακούγονταν σαν να θρυμματίζονταν σε κάθε εκπνοή. Κρατήθηκα σε απόσταση και περίμενα τη σειρά μου. Η μυρωδιά της σάρκας του μου έφερνε αναγούλα. Σάπιο ψάρι αναμεμειγμένο με σωματικά υγρά, κλεισούρα και σκόνη πεζοδρομίου .Το φθαρμένο μοντγκόμερι σήκωνε σχεδόν το λίπος ενός δεύτερου ανθρώπου. Δεν μπορούσα να φανταστώ πόση ώρα θα στεκόμουν όρθια στην άκρη του δρόμου , μπροστά από τον παρηκμασμένο τηλεφωνικό θάλαμο αλλά έπρεπε να ενημερώσω στο σπίτι πως λόγω της στάσης των λεωφορείων δεν θα προλάβαινα το βραδινό.
 Κρατούσε στο αριστερό χέρι ένα φύλλο χαρτιού, σκισμένο από τη μια άκρη, ξεφτισμένο και μαλακό τόσο από τις φορές που είχε διπλωθεί και ξεδιπλωθεί ώστε έμοιαζε περισσότερο με πανί λίγο πριν λιώσει παρά με σελίδα. Με το δεξί προσπαθούσε να πληκτρολογήσει τον αριθμό αλλά τρέκλιζε και τα δάχτυλα του ξέφευγαν από την επιφάνεια με τα κουμπιά. Υπέθεσα πως ήταν μεθυσμένος. Την άποψη μου ενίσχυσαν οι σύντομες ροπές αέρα που απελευθέρωνε ανά διαστήματα με ανακούφιση από τα ενδότερα του οισοφάγου του, αφήνοντας στην ατμόσφαιρα την αίσθηση ζεστού οινοπνεύματος. Πήρα την τσάντα στην αγκαλιά ,προσπάθησα να βρω τη στάση εκείνη που θ’ ανακούφιζε για λίγο τα πόδια μου από την ορθοστασία και οπλίστηκα με υπομονή.
«Τέσ-σε-ρα, οχτώ, πέ-ντε…(σιωπή)…Χμ… ο κύριος… χμ…Παπάς; Ναι τον θέλω. Τον Αποστόλη! Α, α…». Στο κλείσιμο του τηλεφώνου ανακουφίστηκα. Η αναμονή είχε αρχίσει να μ’ εκνευρίζει. Όταν παρατήρησα πως έψαχνε παρακάτω στο χαρτί του για νέο αριθμό ένιωσα το μυαλό να δίνει κλωτσιές στον αυχένα μου. Τα νύχια του έτριζαν πάνω στα πλήκτρα.
«  Μη-δέν, τρί-α…έ-να ,οχτώ…(παύση)…ναι…τον Αποστόλη, τον Παπά! Λείπει; Για…χικ…πες μου, πόσο χρονώ είναι ο Αποστόλης;» Τον κοίταξα πιο προσεκτικά. Είχε γένια εβδομάδας και τα ζυγωματικά ήταν τόσο στεγνά που του έδιναν όψη ασθενική. Το βαρύ καφέ πανωφόρι έκρυβε το σώμα αλλά ήταν ολοφάνερο πως του ήταν μπόλικο. « Τι θα πει γιατίς ρωτάω, χικ, έτσι θέλω! Κόπος σου είναι να μου πείς; Εε, χικ! Του λόγου μου είμαι εξήντα δύο φχαριστήθηκες; Πε μου τώρα πόσο χρονώ είναι ο Αποστόλης!...ΧΙΚ… Άντε γαμήσου μωρή καριόλα!» Έκλεισε το ακουστικό και συνέχισε να βρίζει «Καριόλα, κόπος ήτανε; Αν μου’ λεγες καμιά σαρανταριά, θα ‘ χα μια ελπίδα…χικ…πουτάνα…χικ…πουτάνες όλες…». Κόντευα πλέον να κρεμαστώ από το σβέρκο του. Δεν άντεξα και ζήτησα να συντομεύει. Χωρίς να στρέψει το κεφάλι, με στόλισε μ’ ένα κοσμητικό επίθετο ελαφρύτερης σημασίας σε σύγκριση μ’ εκείνα που είχε απευθύνει δια τηλεφώνου νωρίτερα  και γύρισε στη λίστα με τους αριθμούς. Αν και απελπισμένη δεν θέλησα ν’ απομακρυνθώ γιατί θεώρησα πως ο χρόνος που είχα ήδη χάσει ήταν ισχυρό κίνητρο για να συνεχίσω να περιμένω. Άλλο θάλαμο δεν έβλεπα σε κοντινή απόσταση.
« Δύ-ο ,εν-νιά, μη-δέν...εννιά…Ναι… μπρος…Τον Παπά γυρεύω! Απόστολο Παπά! Είν’ εκεί; Πώς δεν έχετε; Εδώ…χικ…λέει πως έχετε! Λάθοςςς…» έκλεισε ξεφυσώντας. Έπιασε με τα δύο του χέρια το χαρτί και το έφερε πολύ κοντά στα μάτια. Παραλίγο να του το αρπάξω . Τα τακούνια μου πλήγωναν τις φτέρνες. Η πλάτη μου πονούσε από το κρύο κι ένιωθα το στομάχι να κάνει τούμπες από την πείνα.
«Αργείτε κύριε;;;»Το βλέμμα του μ’ αιφνιδίασε. Οι κόρες των ματιών σε πλήρη διαστολή κόντευαν να βγουν από τις κόγχες.
«Αν βιάζεσαι βοήθα με!» Η αμεσότητα του με εξέπληξε. Μου έδειξε με ευλάβεια  το φύλλο που τόση ώρα προσπαθούσε ν’ αποκωδικοποιήσει και  ζήτησε να πληκτρολογήσω το επόμενο νούμερο. Χιλιάδες μυρμήγκια κατέκλυσαν τις αρθρώσεις μου. Υπήρχαν σε λίστα περί τα πενήντα ονόματα που κατέληγαν σε «Παπάς» με τους αντίστοιχους αριθμούς και  διευθύνσεις. Πανικοβλήθηκα. Εάν έπρεπε να καλέσουμε με σειρά και τους πενήντα, έβλεπα το εξαιρετικό κουνέλι ραγού να με χαιρετά από μακριά.
«Χριστιανέ μου τι’ ναι αυτά; Απόψε θα τους πάρεις όλους;» Μια που το είπα και μια που το μετάνιωσα γιατί είδα το μούτρο του να παίρνει αίφνης μια σκούρα κόκκινη απόχρωση και να μ’ απειλεί με κουτουλιά «…συγγνώμη αλλά είναι και η ώρα περασμένη…» Μάσησε μια νέα βλαστήμια και συμπλήρωσε «…Κυρά μου ,χικ, τράβα στη δουλειά σου κι άσε με ήσυχο να κάνω τη δικιά μουου…» Στις τελευταίες λέξεις η μυρωδιά της βότκας μου έκαψε τα ρουθούνια. Με μισόκλειστα μάτια μου γύρισε ξανά την πλάτη.
« Καλώς , δώστε μου το αυτό!» Τον έσπρωξα ελαφρά στην πλάτη και βούτηξα από τα χέρια του την ταλαιπωρημένη σελίδα.  Είχα ξεχάσει σε μια στιγμή τη λίγδα του μοντγκόμερι και όσα αυτή συνεπαγόταν.
«Ποιόν ψάχνουμε;»
«Να μη σε νοιάζει! Πάρε μου τούτο…» και μου υπέδειξε το σημείο όπου πιθανά είχε σταματήσει.
Πιάνοντας βιαστικά το ακουστικό ένιωσα τη θέρμη του . Τα δάχτυλα μου κόλλησαν στην πλαστική επιφάνεια. Σκέφτηκα να φύγω τρέχοντας μα τα πόδια παρέμειναν ακινητοποιημένα. Πληκτρολόγησα και επέστρεψα στη θέση μου παρακαλώντας βαθιά να ήταν ο δέκτης της γραμμής το πρόσωπο που ψάχναμε. Διαβεβαίωσα τον εαυτό μου πως ήταν η τελευταία ευκαιρία που έδινα  στην τύχη  μου προτού στραφώ στην αναζήτηση ελεύθερου θαλάμου.
«Χμμ…τον Αποστόλη…ναι…περιμένω…» δίπλωσε τη λίστα στα δύο και τη στρίμωξε με φόρα στην τσέπη «χμμ…Αποστόλη…» η φωνή του βγήκε με δυσκολία. Το χρώμα χάθηκε από τα μάγουλα και το τρέμουλο επέστεψε κάνοντας ολόκληρο το πρόσωπο να συσπάται άρρυθμα «εεε, καλησπέρα, είσαι ο Αποστόλης; Ο Παπάς; Είσαι γιός του Χαράλαμπου;» Οι ρυτίδες του μετώπου χαλάρωσαν « και της Ουρανίας…» ,κατάπιε το ρέψιμο και το άφησε να ηχήσει από το στομάχι σαν σύντομη μακρινή βροντή « γειά σου…». Το σάλιο στέγνωσε στο στόμα αφήνοντας λευκές ίνες γύρω από τα χείλη «…πήρα να σου πω πως βγήκα…» η φράση ακούστηκε μέσα από το στήθος ,« μην κλείσεις γιέ μου» ,στα μάτια ανέβηκαν χοντρές σταγόνες « αυτό ήθελα να σου πώ… Είμαι μια βδομάδα έξω.» Κράτησε με τα δάχτυλα τη μύτη για να μη στάξει πάνω στο ακουστικό «Είπα να στο πω. Να μάθεις πως είμαι έξω…το ξέρω…χικ, αλλά…άκου, τόσα χρόνια πέρασαν…μη, μην κλείσεις, άκου, δεν έχω που να πάω…η μάνα σου το πούλησε το αχούρι της… μη ,μη φωνάζεις, εντάξει αφού το’ κανες ,καλώς έκανες αλλά να, για να ξέρεις πως είμαι έξω… καλά γιέ μου, αφού το θες, δεν θα ξαναπάρω. Καλά. Τα παιδιά σου είναι καλά; Το θυμάμαι . Πώς να το ξεχάσω; Αυτά σκεφτόμουν δεκαοχτώ χρόνια…Καλά…δεν θα ξαναπάρω. Μη θυμώνεις. Καλά!».
Άφησε το ακουστικό να κρεμαστεί στο κενό. Έχωσε τις μπουνιές στις τσέπες και χαμήλωσε το κεφάλι σαν να προσπαθούσε να το κρύψει μέσα στο λιπαρό γιακά .Πέρασε από μπροστά μου παραπατώντας χωρίς να με κοιτάξει και χάθηκε αργά μέσα στην κίνηση του δρόμου. Τον κοίταζα μέχρι να γίνει μικρό καφέ σημάδι και να εξαφανιστεί στην επόμενη στροφή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου