Μαρία Μπινίκου

Μαρία Μπινίκου


"You play with what scares you and you play with what you need"

Τρίτη 24 Απριλίου 2012



μεσοτοιχία η [mesotixía] :

(1. κοινός τοίχος δύο οικοδομών: Έχουμε ~ με το διπλανό σπίτι. 2. ο μεσότοιχος: Όλες οι μεσοτοιχίες είναι από τούβλα.
λόγ. μεσότοιχ(ος) -ία])


Τα μάτια του ξεχωρίζουν σαν μικρές άσπρες τσίπες ανάμεσα στα λιπαρά ματόκλαδα. Βλέμμα θαμπό, άρρωστο.
«Πού είναι τα παπούτσια μου; Πού τα πήγες; Θέλω τα παπούτσια μου!».Η χοντρή βαριά φωνή τρυπά το ντουβάρι και φτάνει στ’ αυτιά μου.
«Ήταν εδώ, στην καρέκλα!». Με τρομάζει.«Πού είναι τα παπούτσια μου!». Η ανάσα γεμάτη σάπια τροφή. Σάλια στεγνά, ξεραίνουν τις γωνίες γύρω και έξω από τα χείλη του. Τα μαλλιά λιπαρά, γκρίζα. Σκόρπιες κολλημένες μεταξύ τους τούφες σκορπίζονται στην κορυφή και φτάνουν ως το μέτωπο.
«Πού είναι τα παπούτσια μου! Καριόλα! Ήταν καινούρια παπούτσια! Καινούρια!». Ανασηκώνομαι και τραβώ τις κουβέρτες. Παχύς , ίσως λιγότερο από σαρανταπέντε αλλά το μέγεθος της κοιλιάς του ανισσοροπεί με την υπόθεση να’ ναι μικρότερος. Βαριανασαίνει και το χνώτο ακουμπά στα ρουθούνια μου. Σίγουρη είμαι. Σάπισμένα δόντια και αβάσταχτη τσιγαρίλα. Βαρύς καπνός που για χρόνια πολλά εισρέει ανεμπόδιστος.
«Σε ρωτάω μωρή! Εδώ τα είχα! Εδώ, στην καρέκλα! Καινούρια παπούτσια. Εδώ, σε μια τσάντα. Εδώ! Τριάντα ευρώ τα πήρα! Το καταλαβαίνεις μωρή καριόλα! Τριάντα ευρώ!». Ακουμπώ ξανά στο μαξιλάρι και κλείνω τα μάτια. Περιστρέφεται γύρω από μια παλιά ξύλινη καρέκλα. Ακουμπά την πλάτη της. Ξεφτισμένη. Φθαρμένο βερνίκι. Η φανέλα του γκρίζα. Διακρίνω τις λευκές υποψίες από τ’ άλατα του ιδρώτα. Φορά την ίδια βαμβακερή φανέλα από τότε που τον γνώρισα, ένα χρόνο και εννιά μήνες.
«Καινούρια παπούτσια! Τριάντα ευρώ! Θα πρέπει να δουλεύω δώδεκα ώρες στο ταξί για να τα βγάλω! Τριάντα ευρώ μωρή καριόλα! Τριάντα! Καινούρια παπούτσια κι εσύ τα έδωσες!».
Αδύνατο να ξανακοιμηθώ. Προσποιούμαι πως ακούω. Τ’ όνειρο που είδα χθες, το επόμενο που θα’ ρθει. Αποφασίζω να σηκωθώ. Η ανεργία με βαραίνει. Οι μέρες μου κυλούν με μεγάλες παύσεις.
«Με τρελαίνεις! Τα έδωσες, καινούρια παπούτσια! Χρωστάω εφτάμισι χιλιάδες στην εφορία, δύο χιλιάδες για το ταμείο, κι εσύ του τα έδωσες! Καριόλα! Δώσε του ο,τι θέλεις, δικό σου! Ό,τι θέλεις δικό σου, μα όχι τα δικά μου παπούτσια! Πού θα βρω τριάντα ευρώ! Ήταν καινούρια!».
Απέναντι του μια ηλικιωμένη γυναίκα. Κατάκοιτη. Αποστεωμένη. Ακίνητη με δύο σωληνάκια να διασχίζουν το αυλάκι ανάμεσα στη μύτη και το στόμα της. Ανοιγοκλείνει τα μάτια. Κουβέρτα κομπιασμένη, καφετιά από τη χρήση, τη σκεπάζει ως το λαιμό. Τα μάτια της μένουν ανοιχτά. Εστιάζει επάνω του. Εκείνος ξυπόλυτος. Γυμνός από τη μέση και κάτω. Τα φαρδιά μπούτια, χλωμά σαν αδειανά απο αίμα, στο λίγο φως του στενού δωματίου θυμίζουν υπερμεγέθεις μπουκάλες που άδειασαν και κανείς δε θυμήθηκε να γεμίσει. Ελάχιστες τρίχες και δύο γόνατα που τρέμουν.
«Πού είναι τα καινούρια μου παπούτσια μάνα; Πού; Γιατί του τα έδωσες;».
            Δεν ακούω άλλο. Δεν θέλω να σκέφτομαι άλλο. Δύο χρόνια στον όροφο κι ακόμη να συνηθίσω. Ξύπνησα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου